ΑΡΧΙΚΗ / ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ / ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ / ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

Το αλάθητον τησ Εκκλησίασ

Εκφράζεται διά τής απολύτου συμφωνίας
Θριαμβευούσης καί Στρατευομένης

μέ βασικήν προϋπόθεσιν

τήν ’Αποστολικήν Διαδοχήν,

τήν ’Αποστολικήν Πίστιν,

λειτουργούντος καί τού Συνοδικού Θεσμού Διοικήσεως Αυτής.

«‘Όταν δέ έλθη εκείνος τό ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ οδηγήση υμάς εις ΠΑΣΑΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ…» (’Ιωάν. ΙΣΤ΄, 13).

 

«…καί ’Άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τόν αιώνα, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ…» (’Ιωάν. ΙΔ΄, 16-17).

 

«’Εγώ ειμί η ‘Οδός καί η’Αλήθεια καί η Ζωή…» (’Ιωάν. ΙΔ΄, 6).

 ‘Η ’Εκκλησία τού Χριστού μεταξύ τών άλλων θεϊκών χαρισμάτων: μέ τά οποία είναι προικισμένη καί στολισμένη καί ηνωμένη μετά τού Θεού, είναι κάτοχος καί φορεύς τής αληθείας.

 

            ‘Ο άνθρωπος μετά τήν πτώσιν του, διά τής παραβάσεώς του, εχώρισεν τήν ψυχήν του από τόν Θεόν καί αμαύρωσε μέ τήν αμαρτίαν του τό «κατ’ εικόνα», τόν νούν του, τό λογικόν του, τό επιθυμητικόν του, τό βουλητικόν του.  ’Επί πλέον παρασύρεται, καί επηρεάζεται από τάς επιθυμίας του, από τό περιβάλλον του, από τάς σχέσεις του κ.λπ.

 

            Αυταί αι δυσμενείς προϋποθέσεις έχουν καί δυσμενή αποτελέσματα.  ’΄Ετσι ο άνθρωπος, δέν δύναται νά κρίνη πάντοτε αντικειμενικά, σωστά καί δίκαια.   Καί βεβαίως ούτε νά νομοθετή δίκαια καί ορθά.

 

            Δι’ αυτόν τόν λόγον καί οι ανθρώπινοι νόμοι δέν είναι αιώνιοι καί μόνιμοι καθώς δέν είναι τέλειοι.  ’Επειδή λοιπόν είναι ελλειπείς καί ανεπαρκείς δέν τούς αποδέχονται όλοι καί δι’αυτό, αλλάζουν διαρκώς.

 

            Δέν συμβαίνει όμως τό ίδιο μέ τόν θεοσύστατον καί θεανθρώπινον οργανισμόν τής ’Εκκλησίας τού Χριστού.  Διότι εντός Της κατοικεί η ΑΛΗΘΕΙΑ, τό Πνεύμα τό ‘Άγιον, τό οποίον παραμένει ενωμένο μετά τής ’Εκκλησίας αιωνίως (’Ιωάν. 14, 16-17).

 

            Καί δέν θά παραμένη απλώς αλλά «θά οδηγή (τήν ’Εκκλησίαν), εις Πάσαν τήν ΑΛΗΘΕΙΑΝ», (’Ιωάν. 16, 13).

 

            ’Εκτός αυτού η ’Εκκλησία, όπως προείπομεν, έχει ΚΕΦΑΛΗΝ τόν ΧΡΙΣΤΟΝ, (Κολασ. Α΄, 18), (’Εφεσ. Ε΄, 23), όστις είναι Αυτή «η ΑΛΗΘΕΙΑ καί η ζωή…», (’Ιωάν. ΙΔ΄, 6). Καί η ’Αλήθεια εις τήν προκειμένην περίπτωσιν είναι «Πρόσωπον», τό Θεανδρικόν Πρόσωπον τού Χριστού, καί δέν είναι μία απλή έννοια.

 

            Αύτη λοιπόν, ως έχουσα καί κατέχουσα τήν ΑΥΤΟΑΛΗΘΕΙΑΝ εντός Της, τόν Χριστόν καί τό Πανάγιον Πνεύμα είναι κατά τόν ’Απ. Παύλον «στύλος καί εδραίωμα τής ’Αληθείας» (Α΄ Τιμ. Γ΄, 15) καί κατά συνέπειαν είναι ΑΛΑΘΗΤΟΣ.

 

            Αυτός λοιπόν ο Θεανθρώπινος οργανισμός, η Μία ‘Αγία Καθολική καί ’Αποστολική ’Εκκλησία, όταν εκφράζεται ως σύνολον εκφράζεται ΑΛΑΘΗΤΩΣ, διότι έχει κεφαλήν τόν Χριστόν.   Καί αφού ο Χριστός, ως Θεός είναι Αλάθητος, έπεται ότι καί η ’Εκκλησία Του – τό Σώμα Του – ως σύνολο έχει τό ’Αλάθητο, καί είναι ’Αλάθητος, καθώς εκφράζει τάς Θείας καί αιωνίας ’Αληθείας περί τών όντων τού ορατού καί αοράτου κόσμου.

 

            ’΄Ετσι καταλήγομεν εις τό συμπέρασμα, ότι επάνω εις τήν γήν, καί εις ολόκληρον τήν οικουμένην, ο Μόνος ’Αλάθητος Νομοθέτης Διδάσκαλος καί Κριτής είναι η ’Εκκλησία.

 

            Πότε όμως η ’Εκκλησία εκφράζεται αλαθήτως ως σύνολον;  ‘΄Οταν αποφαίνεται καί αποφασίζει «εν οικουμενική Συνόδω».

 

            Καί πότε μία Οικουμενική Σύνοδος εκφράζει τό σύνολον ολοκλήρου τής ’Εκκλησίας, αοράτου καί ορατής, εφ’ όσον όπως είπομεν, εις τήν ’Εκκλησίαν, η ένωσις είναι αδιάσπαστος καί ασύγχυτος εις ενιαίον Σώμα τού αοράτου μετά τού ορατού κόσμου;

 

            Αυτό τό θέμα εξηγείται εις τήν συνέχειαν συμφώνως με ‘Άγιογραφικάς καί ‘΄Αγιοπατερικάς ερμηνείας.

 

            ‘Όταν εις τήν ζωήν τής ’Εκκλησίας ποροκύψη κάποιο ζήτημα ή πρόβλημα παρίσταται ανάγκη η ’Εκκλησία νά αποφανθή περί τούτου, διά τής συγκροτήσεως οικουμενικής Συνόδου, ήτοι τής συνάξεως τών επισήμων εκπροσώπων τής, τών Κανονικών ’Αποστολικών διαδόχων, δηλαδή τών επισκόπων, κάθε Τοπικής ’Εκκλησίας.

 

            Μία Οικουμενική Σύνοδος συγκροτείται από όλους τούς ’Οορθοδόξους ’Αποστολικούς Διαδόχους καί ‘Ιεράρχας τής ’Εκκλησίας, τούς ‘Ιεράρχας δηλ. πού έχουν επισκοπή – πλήρωμα. Αυτοί αντιπροσωπεύουν τούς ζώντας χριστιανούς τής επισκοπής καί επαρχίας των καί όλοι μαζί αντιπροσωπεύουν τό σύνολον τής επί γής «στρατευομένης καί αγωνιζομένης» ’Εκκλησίας τού ορατού τμήματος δηλ. Αυτής.

 

            ’Αλλά αυτοί οι ιεράρχαι διά νά αποτελούν Οικουμενικήν Σύνοδον καί νά εκπροσωπούν όλη τήν ’Εκκλησίαν, πρέπει νά εκπροσωπούν όχι μόνο τούς ζώντας χριστιανούς, αλλά καί τούς απελθόντας τούς κεκοιμημένους.  Πρέπει μέ άλλα λόγια νά εκπροσωπούν καί τήν «εν ουρανοίς» θριαμβεύουσαν ’Εκκλησίαν.  ’Αλλά πώς θά καταστή αυτό δυνατόν; Αυτό ασφαλώς πραγματοποιείται, όταν οι επίσκοποι αυτοί εκπροσωπούν τή γνώμη καί τών μεταστάντων καί εν ουρανοίς εδρευόντων.  ’Ακόμη καλλίτερον:  ‘Όταν συμφωνούν μέ τήν γνώμην των, όταν συμφωνούν μέ τή γνώμη τής θριαμβευούσης ’Εκκλησίας, τής αοράτου ’Εκκλησίας, η οποία γνώμη είναι τό Α καί το Ω διά τήν «στρατευομένην» ’Εκκλησίαν, άνευ τής οποίας δέν θά ισχύση καμμία άλλη γνώμη.  Καί η γνώμη αυτή της θριαμβευούσης ’Εκκλησίας μπορούμε νά πούμε μέ βεβαιότητα, ότι εκφράζεται πάλι εις τάς Οικουμενικάς Συνόδους.  Εις τάς προγενεστέρας, φυσικά, Οικουμενικάς Συνόδους.

 

            ‘Επομένως η γνώμη μιάς Οικουμενικής Συνόδου, διά νά είναι γνώμη ολοκλήρου τής ’Εκκλησίας, πρέπει νά συμφωνή καί μέ τάς αποφάσεις τών προηγουμένων της Οικουμενικών Συνόδων.  Δέν μπορεί νά διαφωνή μέ αυτάς, εφ’ όσον θέλη νά εκπροσωπή όλην τήν ’Εκκλησίαν, θριαμβεύουσαν καί στρατευομένην, αόρατον καί ορατή καί νά παραμείνη ηνωμένη.

 

            ’Εδώ δυνάμεθα νά επιμείνωμεν ολίγον ακόμη καί νά τονίσωμεν.  Κάθε μεταγενεστέρα Οικουμενική Σύνοδος είναι υποχρεωμένη νά συμφωνή μέ τάς προγενεστέρας.  Τό αντίθετον δέν μπορούμε νά τό απαιτήσωμεν, διότι απλούστατα δέν μπορεί νά επιτευχθή.  ‘Η θριαμβεύουσα ’Εκκλησία έχει φύγει από τή ζωήν αυτήν εδώ πάνω εις τήν γήν.  ‘Ότι είχε νά πή, τό είπε καί δέν αλλάζει πιά γνώμη.  ‘Επομένως η στρατευομένη ’Εκκλησία, δηλ. η κάθε νεωτέρα καί μεταγενεστέρα Οικουμενική Σύνοδος, είναι υποχρεωμένη νά προσαρμώζεται καί νά συμφωνή μέ τάς αποφάσεις τών προηγούμενων Οικουμενικών Συνόδων.

 

            ’Εξ άλλου θά ηδυνάμεθα νά προσδιορίσωμεν καί νά είπωμεν, ότι μία Σύνοδος, διά νά είναι Οικουμενική καί επομένως αλάθητος, πρέπει νά έχη δύο ιδιότητας: α) Καθολικότητα κατά βάθος, β) κατά πλάτος ή οριζοντίως ή «εν τόπω».

 

Η πρώτη σημαίνει, ότι πρέπει νά εκπροσωπή όλους τούς χριστιανούς, οι οποίοι έζησαν καί έδρασαν κατά τούς προηγουμένους αιώνας μέσα εις τήν ’Εκκλησίαν, καί νά τούς εκπροσωπή, όπως αυτοί έχουν εκφρασθή εις τάς αποφάσεις τών προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων.

 

            Καί η δεύτερη ιδιότητα σημαίνει, ότι πρέπει νά εκπροσωπή καί τό σύγχρονο πλήρωμα τής ’Εκκλησίας, τό οποίο ζεί εις όλα τά πλάτη τής γής, δι’ αυτό λέγομεν «κατά πλάτος – οριζοντίως – εν τόπω».

 

            Δέν αρκεί όμως ούτε αυτό.  ’Αλλά πρέπει η Οικουμενική Σύνοδος νά αναγνωρισθή ως Οικουμενική καί από τό πλήρωμα τής στρατευομένης ’Εκκλησίας.  Αι αποφάσεις αυτής νά γίνουν ως αλάθητοι αποδεκταί (έστω σιωπηρώς) από όλην τήν επί γής ζώσαν ’Εκκλησίαν.  Καί ακόμη περισσότερον: ’Ασφαλέστερον θά είναι αυτό τό αποτέλεσμα, όταν μία μεταγενεστέρα Οικουμενική Σύνοδος, αφού διαπιστώσει τήν ορθότητα τών αποφάσεων αυτών καί από τήν ομόφωνον καί πάνδημον αποδοχήν των από τήν Συνείδησιν τής ’Εκκλησίας, επικυρώση αυτάς. ’Έτσι η Οικουμενική Σύνοδος αποβαίνει ο αλάθητος νομοθέτης, ο αυθεντικός κριτής.

 

            ‘Η αρχή αυτή παρελήφθη διαδοχικώς από τούς ‘Αγίους ’Αποστόλους.

 

            Οι ‘Άγιοι ’Απόστολοι θέλοντες, αυτό πού θά αποφανθούν νά μήν είναι γνώμη δική των αλλά τής «Κεφαλής» των, ήτοι τού Χριστού, κατά τό: «πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις», (Πράξ. Ε΄, 29), συνήρχοντο όλοι μαζί εις Σύνοδον – ’Αποστολικήν Σύνοδον – καί προσευχόμενοι εζήτουν τήν χάριν τού Παναγίου Πνεύματος νά τούς φωτίση καί εμπνεύση, ώστε αυτά τά οποία θά αποφασίσουν νά είναι «γνώμη» τού ‘Αγίου Πνεύματος, λέγοντες: «ως έδοξεν τώ ‘Αγίω Πνεύματι καί ημίν», (Πράξ. ΙΕ΄, 28). Καί τούτο διότι ησθάνοντο ηνωμένοι ως έν Σώμα μετά τού Χριστού καί τού ‘Αγίου Πνεύματος.

 

            Μέ τό αυτό πνεύμα συνεχίζοντες καί οι ’Αποστολικοί διάδοχοι – οι κατά τόπους ποιμένοντες τό ποίμνιον τής ’Εκκλησίας – οι ’Επίσκοποι, όταν συνήρχοντο εις Σύνοδον πρίν αποφασίσουν δι’ οιονδήποτε θέμα είχον τήν συνείδησιν ότι αποτελούν έν Σώμα μέ τούς απελθόντας ’Αποστόλους καί λοιπούς Πατέρας τής ’Εκκλησίας.

 

            Καί θέλοντες νά είναι σύμφωνοι κατά πάντα μετ’ αυτών οι οποίοι τούς ενεπιστεύθησαν τήν ποίμνην τού Χριστού ήρχιζον τήν συνεδρίασιν λέγοντες:

 

            «‘Επόμενοι τοίς ‘Αγίος Πατράσι».

 

            Δηλαδή ακολουθούμεν καί μένομεν πιστοί εις όσα απεφάσισαν εν ‘Αγίω Πνεύματι καί μάς παρέδωσαν καί ενεπιστεύθησαν οι ‘Άγιοι ’Απόστολοι κάι οι ‘Άγιοι Πατέρες.

 

            ‘Ως πρός τό αλάθητον η καθολικότης τής ’Εκκλησίας, συνίσταται εις τήν διατύπωσιν τών ήδη αποκαλυφθεισών αληθειών καί ανάπτυξιν αυτών ως παρακαταθήκην τής θείας αποκαλύψεως, υπό τήν προϋπόθεσιν πάντοτε τής διατηρήσεως απ’ αρχής τής αποστολικής παραδόσεως αναλλοιώτου καί τού αποστολικού χαρακτήρος ακεραίου.

 

            ’Επιπλέον, η αλάθητος ’Εκκλησία, διά τής ενοικούσης εις Αυτήν χάριτος τού ‘Αγ. Πνεύματος, δύναται νά καθορίζη καί ερμηνεύη Δογματικάς ’Αληθείας, ως περί ’Εκκλησίας, Μυστηρίων, θείας χάριτος κ.λπ., νά διατηρή αυτάς αναλλοιώτους καί νά τάς μεταδίδη εις τά μέλη αυτής αμεταβλήτους.  Περί τού αλαθήτου τής ’Εκκλησίας δέον νά λεχθή ότι, αύτη είναι «αλάθητος ως όλον, ως πλήρωμα», τό οποίον αποτελούν άπαντες οι κληρικοί, μοναχοί καί πιστοί λαϊκοί, ότι, «ως όργανον εκφράσεως τού αλαθήτου αυτής, χρησιμοποιεί μόνον τήν οικουμενικήν σύνοδον», η οποία μόνη ως υπερτάτη αυθεντία δύναται αλαθήτως νά διατυπώνη τά δόγματα.  «Τό όλον λοιπόν ή τό πλήρωμα ή τό σώμα τής ’Εκκλησίας λογίζεται εν τή ’Ορθοδοξία ως φορεύς τού αλαθήτου, ενώ ως όργανον εκφράσεως αυτού καί οιονεί ως στόμα τής ’Εκκλησίας η Οικουμενική Σύνοδοςεις τήν οποίαν αντιπροσωπεύεται τό εκκλησιαστικόν πλήρωμα διά τών επισκόπων οι οποίοι δογματίζουν εις Αυτήν υπό τήν επίπνοιαν καί επιστασίαν τού ‘Αγίου Πνεύματος, τό οποίον ποδηγετεί τήν ’Εκκλησίαν καί τήν καθοδηγεί «εις πάσαν τήν ’Αλήθειαν».

 

            Ούτε η ’Εκκλησία καθίσταται ο ’Αλάθητος Φορεύς καί ‘Ερμηνευτής καί Διδάσκαλος, τής χριστιανικής ’Αληθείας, τήν οποίαν διεφύλαξεν καί διακατέχει αμιγή καί απαραχάρακτον.

 

            Τό ’Αλάθητον συνεπώς είναι γνώρισμα ολοκλήρου τής ’Εκκλησίας είναι μία ιδιότης τού Θεού, η οποία μεταδίδεται υπ’ αυτού εις όλους, όσοι δέχονται τήν χάριν καί τήν διδασκαλίαν Του καί η ζωή των εκφράζει τό θέλημά Του.

 

            Βασική προϋπόθεσις όλων τών ανωτέρω είναι, οι συμμετέχοντες εις τάς οικουμενικάς Συνόδους, εν ενεργεία επίσκοποι, νά έχουν τήν ’Αποστολικήν Διαδοχήν καί τήν ’Αποστολικήν Πίστιν Γνησίαν καί απαραχάρακτον.

 

            Διότι εάν λείπη τό έν εκ τών δύο αυτομάτως καί τό άλλο δέν υφίσταται.

 

            Ευκόλως λοιπόν γίνεται αντιληπτόν ότι, εάν επίσκοπος χωρίς ’Αποστολικήν διαδοχήν ή ’Αποστολικήν Πίστιν δύναται νά είναι φορεύς τής χάριτος τού ‘Αγίου Πνεύματος καί ερμηνευτής τών θείων ’Αληθειών, τότε πρός τί η ίδρυσις τής ’Εκκλησίας η ενανθρώπισις τού Υιού καί Λόγου τού Θεού καί όλον αυτό τό Μυστήριον;

 

            Συμφώνως πρός τά ανωτέρω, στόμα τής ’Εκκλησίας ως όργανον εκφράσεως είναι η οικουμενική Σύνοδος, διά τήν οποίαν απαραίτητος όρος είναι, αι αποφάσεις της νά συμφωνούν μέ τό ουράνιον πλήρωμα, τήν «θριαμβεύουσαν» ’Εκκλησίαν, διά νά είναι ’Αλάθητοι.

 

 

            ‘Ο Συνοδικός Θεσμός Διοικήσεως.

 

            ‘Η όλη συγκρότησις τής ’Εκκλησίας εδημιούργησεν τήν ανάγκην δημιουργίας, εξ αρχής τού ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ακόμη από τούς ’Αποστολικούς χρόνους.  Ούτω έχομεν τάς πρώτας Συνόδους τάς ’Αποστολικάς.

 

            Εις τήν ’Ορθόδοξον ’Εκκλησίαν δέν «προεξέχει» καμμία «κεφαλή», επισκόπου, ’Αρχιεπισκόπου, Μητροπολίτου, Πατριάρχου, ακόμη καί ’Αποστόλου.

 

            Οι επίσκοποι εις τάς συνεδριάσεις είναι ίσοι μεταξύ των.  Αυτό τό οποίον «όλον συγκροτεί τόν θεσμόν τής ’Εκκλησίας». (Τροπάριον εσπερινού τής Πεντηκοστής).

 

            ‘Ένας άγιος τής ’Εκκλησίας μάς λέγει:   Δέν υπάρχουν πολλαί Οικουμενικοί Σύνοδοι, αλλά μία, διότι αυτό τό οποίον καθοδηγούσε καί ενέπνεε τούς ‘Αγίους Πατέρας εις όλας τάς οικουμενικάς καί τοπικάς Συνόδους ήτο τό Πανάγιον Πνεύμα.

 

            ’Ιδού διατί ολόκληρος η ’Εκκλησία ως ενιαίον Σώμα τού ορατού καί αοράτου κόσμου μέ   ΚΕΦΑΛΗΝ Τόν Χριστόν καί τήν ΑΓΙΑΝ ΤΡΙΑΔΑΝ είναι ΑΛΑΘΗΤΟΣ.