ΑΡΧΙΚΗ / ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ / ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ / Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

Η Εκκλησία και η Αγία Γραφή

‘Η Θεοπνευστία τής ‘Αγίας Γραφής και ο συγγραφεύς αυτής.

 

«’Ερευνάτε τάς Γραφάς ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν καί εκείναι εισίν αι μαρτυρούσαι περί εμού» (’Ιωάν. Ε΄, 39).

 

«Πάσα Γραφή Θεόπνευστος καί ωφέλιμος πρός διδασκαλίαν…» (Β΄ Τιμ. Γ΄, 16).

 

            Εις τό Κεφάλαιον περί τών ιδιοτήτων τής ’Εκκλησίας καί εις τό τμήμα περί «Καθολικής καί ’Αποστολικής» εννοείται καί η διδασκαλία Αυτής «καθολική» η οποία διεδόθη παγκοσμίως ήτοι εις όλον τόν κόσμον.

 

            Ποία όμως είναι η «Διδασκαλία» τής ’Εκκλησίας; ‘Η «Διδασκαλία» είναι τό περιεχόμενον τής ‘Αγίας Γραφής.  Καί εφ’όσον η ’Εκκλησία προϋπήρχεν τής ‘Αγίας Γραφής, προαιωνίως, μέ τήν λέξιν «Διδασκαλία» εννοούμε ολόκληρον τήν ‘Αγίαν Γραφήν, Παλαιάν καί Καινήν Διαθήκην, τήν οποίαν παρέδωσεν Αύτη.

 

 

’Εκκλησία καί ‘Αγία Γραφή

 

‘Η ‘Αγία Γραφή ανήκει εις τήν ’Εκκλησίαν.  Καί η ’Εκκλησία γνωρίζει τήν σωστήν ερμηνείαν της.  ‘Η ’Ορθόδοξος ’Εκκλησία διεκδικεί τήν μοναδικότητα εις τήν ερμηνείαν τής ‘Αγίας Γραφής.  ’Εκτός ’Εκκλησίας η ‘Αγ. Γραφή καθίσταται επικίνδυνος διά παρερμηνείας καί αιρέσεις.  ‘Η σωστή τοποθέτησις εις τά επόμενα τρία θέματα μάς θέτει σωστά απέναντι εις τήν ‘Αγίαν Γραφήν.

 

 

  1.  ‘Η ’Εκκλησία προϋπήρξεν τής ‘Αγίας Γραφής.

 

            ‘Η ’Εκκλησία ήρχισεν νά δρά μέ τήν εμφάνισιν τού Κυρίου εις τό δημόσιον έργον Του καί τήν δημιουργίαν τού πρώτου πυρήνος, αποτελουμένου από τούς 12 ’Αποστόλους.  ’Επισήμως όμως, ημέρα ιδρύσεως τής ’Εκκλησίας είναι η ημέρα τής Πεντηκοστής το 33  μ.Χ.  Τά βιβλία τής Καινής Διαθήκης ήρχισαν νά γράφωνται πολλά χρόνια μετά τήν ’Ανάληψιν τού Κυρίου.  Τό πρώτο πού γράφτηκε ήταν η Α΄ πρός Θεσσαλονικείς επιστολή τό 54  μ.Χ. καί τό τελευταίο η ’Αποκάλυψις τού ’Ιωάννου γύρω στό 95   μ.Χ.  ’Επισήμως, ποιά είναι τά βιβλία τής ‘Αγίας Γραφής καθωρίστηκε από τήν ’Εκκλησία.  Πρώτος καθώρισε τά βιβλία ο Μ. Αθανάσιος εις τήν 39ην εορταστικήν επιστολήν του, καί η εν Λαοδικεία Σύνοδος τόν 4ο αιώνα.

 

            ’  Από τήν ’Ανάληψιν τού Κυρίου μέχρι τή συγγραφή όλων τών βιβλίων τής Καινής Διαθήκης υπήρχεν τό ’Αποστολικό κήρυγμα, η προφορική παράδοσις.  Οι συγγραφείς τών βιβλίων τής Καινής Διαθήκης δέν κάνουν τίποτε άλλο, από τό νά καταγράφουν επακριβώς τό κήρυγμα τής ’Εκκλησίας.  ‘Ότι ήκουαν εις τούς τόπους λατρείας υπό τών ’Αποστόλων καί τών άλλων χαρισματούχων, τούτο καί κατέγραφον.  ‘Ο συγγραφεύς τής ‘Αγίας Γραφής λοιπόν είναι η ’Εκκλησία.  Καί πρώτα υπάρχει η ’Εκκλησία καί μετά η ‘Αγία Γραφή.  ‘Η ’Εκκλησία καί μόνο αυτή καθορίζει τήν ‘Αγία Γραφή.

 

 

  1. ‘Η ’Εκκλησία καθορίζει τήν ‘Αγία Γραφή.

 

            Πουθενά μέσα εις τήν ‘Αγίαν Γραφήν δέν υπάρχει γραμμένο ότι αποτελείται αυτή από 76 βιβλία.

 

            Αυτό τό καθώρισεν η ’Εκκλησία.  Εις τούς πρώτους αιώνας κυκλοφορούσαν μαζί μέ τα γνήσια βιβλία καί τά λεγόμενα απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα.  Σήμερα μάς είναι γνωστά 70 περίπου.  Υπήρχαν απόκρυφα Ευαγγέλια, Πράξεις, ’Επιστολές, ’Αποκαλύψεις.  Αυτά είχαν γραφή από αιρετικούς ή άλλους μυθομανείς καί φαντασιοκόπους, πού τά κυκλοφόρησαν ως γνήσια.  ‘Η ’Εκκλησία ήταν αυτή πού τά απεμάκρυνε, τά κατεδίκασε καί τά αναθεμάτισεν.   Αυτή μάς είπε, ότι η Παλαιά έχει 49 καί η Καινή 27 βιβλία.  Αυτή ενέκρινε ότι είναι Θεόπνευστα.  Κανένα βιβλίο τής ‘Αγίας Γραφής δέν μάς καθορίζει πόσα πρέπει νά είναι όλα τά βιβλία τής Παλαιάς ή τής Καινής Διαθήκης.

 

            Αυτό τό έκανε η ’Εκκλησία (4) αιώνας αργότερον, ξεχωρίζοντας τά Γνήσια από τά νόθα ψευδεπίγραφα καί απόκρυφα ευαγγέλια.

 

            Καί εγνώριζε νά τά ξεχωρίση, διότι η ‘Αγία Γραφή φυλασσόταν επάνω εις τήν ‘Αγίαν Τράπεζαν τών ναών ως λειτουργικόν κείμενον καί εχρησιμοποιείτο πρός ανάγνωσιν κατά τάς ώρας τής κοινής λατρείας.  Κάθε τι ψεύτικο τό απέβαλε.

 

            Τά πρωτότυπα χειρόγραφα έχουν χαθή.  Σώζεται όμως ολόκληρος η ‘Αγία Γραφή σέ μετέπειτα χειρόγραφα, πού φυλάσσονται μέ περισσή φροντίδα εις τούς ναούς καί εις τά μοναστήρια μάς.  ‘Υπάρχουν χειρόγραφα τής Κ.Δ. από τά μέσα τού 2ου αιώνος μ.Χ.

 

            Εις ερώτησιν πρός αιρετικόν: «Πού βρήκε τήν ‘Αγία Γραφή, η απάντησις ήτο αφελής, «ότι τήν βρήκε εις τό βιβλιοπωλείο»!

 

            Διά νά φθάση όμως εις τό βιβλιοπωλείο καί νά κυκλοφορήση, α) αντεγράφη από τά χειρόγραφα τών μοναστηριών καί β) Τήν κυκλοφόρησε η ’Εκκλησία ή άλλος εκδότης μέ τήν άδεια τής ’Εκκλησίας.  Αι άγιαι Γραφαί, πού κυκλφορούν, είναι σωσταί εφ’ όσον έχουν τήν έγκρισιν τού Οικουμενικού Πατριαρχείου τής Κων/πόλεως, (εννοείται πρό τού 1924).  ‘Η ’Εκκλησία δηλ. εγκρίνει, βεβαιώνει, ότι πράγματι αυτή είναι η σωστή ‘Αγία Γραφή.

 

            Πάντοτε εις τάς ‘Αγίας Γραφάς υπάρχει εμπρός ένα γράμμα τής ‘Ι. Συνόδου τού Πατριαρχείου ή τής Αυτοκεφάλου ’Εκκλησίας, η οποία εγκρίνει τήν κυκλοφορία των.  Όταν η έγκρισις λείπει, πρέπει νά απομακρύνεται αυτό τό βιβλίο.

 

            Συμπερασματικώς αναφέρομεν, ότι η ’Εκκλησία:

  1. Προϋπήρχε τής ‘Αγίας Γραφής,
  2. είναι ανωτέρα αυτής,
  3. είναι Συγγραφεύς τής ‘Αγίας Γραφής
  4. Αυτή αριθμεί τά βιβλία τής ‘Αγ. Γραφής εις 76,
  5. Αυτή έδωσε πρώτη Θεοπνευστία εις τά βιβλία τής ‘Αγ. Γραφής, καί
  6. Αυτή ξεχώρισε τά νόθα καί τά κατέστρεψεν.

 

 

‘Η ’Εκκλησία ερμηνεύει σωστά τήν ‘Αγία Γραφή.

 

            Τήν σωστήν ερμηνείαν εις τήν ‘Αγ. Γραφήν τήν δίδει η ’Εκκλησία.  Διότι η ‘Αγία Γραφή ανήκει εις τήν ’Εκκλησίαν.  Γνωρίζει νά τήν ερμηνεύη μόνον αυτός, πού τήν έγραψε.  Τήν έγραψαν βεβαίως οι ’Απόστολοι, αλλά τήν παρέδωσαν εις τήν ’Εκκλησίαν.  Καί επί πλέον δέν γράφουν κάτι, πού δέν τό ξέρει η ’Εκκλησία.  Καταγράφουν τό κήρυγμα τής ’Εκκλησίας.  Καί η ’Εκκλησία, όταν διδάσκει κάτι, ξέρει καί τί σημαίνει, τί εννοεί.  Γνωρίζει τήν ερμηνεία του διότι Αυτή τό έγραψεν.

 

            Τήν σωστή ερμηνεία τής ‘Αγ. Γραφής κατέγραψαν τά πιστά τέκνα της, οι Πατέρες, εις τά συγγράμματά των καί εις τάς αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων.

 

            Οι αιρετικοί δέν δικαιούνται νά συνδιαλέγωνται μέ τούς ’Ορθοδόξους – τά γνήσια μέλη τής ’Εκκλησίας – βαστάζοντες τήν ‘Αγίαν Γραφήν εις τάς χείρας τών εφ’ όσον αρνούνται τήν ύπαρξιν τής ’Εκκλησίας.

 

            Βαστάζοντες τήν ‘Αγίαν Γραφήν καί πιστεύοντες αυτήν ως ιερόν καί θεόπνευστον βιβλίον, αυτομάτως πρέπει νά αναγνωρίζουν καί μή θέλοντες τήν ΥΠΑΡΞΙΝ καί τήν ΑΥΘΕΝΤΙΑΝ τής ’Εκκλησίας.  ’Άλλως εμμένοντες χαρακτηρίζονται παράφρονες, διότι λογικώς δέν είναι δυνατόν νά δέχωνται τό έργον τής ’Εκκλησίας, δηλαδή τήν ‘Αγ. Γραφήν ως θεόπνευστον καί όχι τό Συγγραφέα αυτής, τήν ’Εκκλησίαν.

 

            ‘Ο Τερτυλλιανός (160-220 μ.Χ.) δέν εννούσε νά συζητή τά αμφισβητούμενα θέματα τής πίστεως, μέ τούς αιρετικούς επί Βιβλικής βάσεως.   Διατί;  Διότι η ‘Αγ. Γραφή – έλεγε – ανήκει εις τήν ’Εκκλησίαν.  Τό νά προσφεύγουν οι αιρετικοί εις τήν ‘Αγίαν Γραφήν, ενώ δέν αναγνωρίζουν τήν ’Εκκλησίαν η οποία είναι ο συγγραφεύς της, θεωρείται αδιανόητον.  Δέν είχον δικαίωμα εις «ξένην περιουσίαν».

 

            ‘Ο ίδιος παρατηρεί, ότι εφ’ όσον ο αιρετικός αρνείται τήν ύπαρξιν τής ’Εκκλησίας, αυτομάτως αρνείται καί απορρίπτει καί τήν ‘Αγίαν Γραφήν καί είναι παράλογος κάθε συζήτησις μαζί του επί τής ‘Αγίας Γραφής.