ΑΡΧΙΚΗ / ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ / ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ / ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΙΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

Εκκλησιαστικοποίησις

Νά αποκτήσωμεν φρόνημα, συνείδησιν
καί κριτήρια εκκλησιαστικά.

                ‘Ως μέλη συνειδητά τής ’Εκκλησίας τού Χριστού, οφείλομεν νά αποκτήσωμεν πνεύμα, φρόνημα, συνείδησιν καί ήθος εκκλησιαστικόν.  Αυτό μάς λείπει..

 

            ’Απόκτησις εκκλησιαστικού ήθους καί πνεύματος σημαίνει:

 

          α)  Νά φρονούμε τά τής ’Εκκλησίας. ‘Ό, τι λέγει η ’Εκκλησία νά τό λέγομεν καί νά τό πιστεύωμεν καί ημείς.  ‘Ότι δέν δέχεται η ’Εκκλησία, δέν τό δεχόμεθα ούτε καί ημείς.

 

          β)  ‘Υπακοή εις τήν ’Εκκλησίαν. ‘Ό, τι μάς διδάσκει η ’Εκκλησία νά τό εκτελούμε καί νά τό εφαρμόζωμεν.  Τό τί θέλει η ’Εκκλησία, είναι γραμμένο εις τήν ‘Αγία Γραφήν, εις τάς αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων, καί εις τά συγγράμματα τών Πατέρων τής ’Εκκλησίας.

 

          γ)  ‘Υπακοή εις τούς Κληρικούς.  Αυτό είναι αποτέλεσμα τής υπακοής εις τήν ’Εκκλησίαν.  ‘Υπακοή πρώτον εις τήν ‘Ιεραρχίαν τής ’Εκκλησίας.  ‘Υπακοή εις τόν επίσκοπον. ‘Υπακοή εις τόν πνευματικόν.   ‘Υπακοή εις τόν ‘Ιερέα καί πνευματικόν τής ’Ενορίας μας.

 

          δ)  Συνειδητή, πνευματική καί μυστηριακή ζωή. ‘Η εξομολόγησις, η Θ. Κοινωνία, ο εκκλησιασμός, η προσευχή, η ανάγνωσις τής ‘Αγίας Γραφής, η ελεημοσύνη, αποτελούν ενωτικούς δεσμούς μέ τήν ’Εκκλησίαν.

 

          ε)  Σχέσις μέ τόν ’Επίσκοπον – τήν ενορία – τόν ‘Ιερέαν.  Νά προσεύχεται ο χριστιανός διά τόν επίσκοπό του.  Νά έχη σεβασμό.  Νά σέβεται τόν ‘Ιερέα τής ενορίας του.  Νά καταφεύγη εις τάς δυσκόλους στιγμάς καί νά τόν συμβουλεύεται.

 

            Νά βοηθά εις τό έργον τής Μητροπόλεως καί τής ενορίας του.  Νά συμμετέχη εις κάποιο από τά συμβούλια μέ χαρούμενη διάθεσιν.  Νά βοηθά εις τόν εξωραϊσμόν τού ναού εις τήν προσέλκυσιν εκκλησιαζομένων προτροπή διά εξομολόγησιν καί άλλων εις τήν άσκησιν φιλανθρωπίας εις τήν καλήν λειτουργίαν τών κατηχητικών εις τήν επιστροφήν τών αιρετικών εις τήν διάλυσιν συκοφαντιών εναντίον τής ’Εκκλησίας καί του ‘Ιερέως.  Νά εξυπηρετή τόν ιερέα του, τά ιεραποστολικά πρόσωπα, ιεροκήρυκας, κατηχητάς.

 

            ’Εκκλησιαστικοποίησις, σημαίνει, αδελφέ εν Χριστώ, νά πονάς διά τήν εκκλησίαν καί νά εργάζεσαι δία τήν εξάπλωσιν τής βασιλείας τού Θεού εις τόν κόσμον, αφού είσαι μέλος Της.

 

            ’Εκκλησιαστικοποίησις σημαίνει κάθε κτύπος τής καρδιάς σου, νά είναι κτύπος καί παλμός διά τόν Χριστόν καί διά τήν ’Εκκλησίαν, εφ’ όσον είσαι μέλος Αυτής.  Τά προβλήματα καί όλη η ζωή τής ’Εκκλησίας νά είναι καί ιδικά σου.

 

            Δέν είσαι άλλο εσύ καί άλλο η ’Εκκλησία, είσαι μέλος καί κύτταρο πνευματικό εις αυτό τό Σώμα, τό οποίον λέγεται ’Εκκλησία Χριστού.

 

            Καί ο σκοπός είναι νά παραμείνης αιωνίως μέλος τής Αυτής ’Εκκλησίας αφού από τό Στρατευμένον τμήμα Τής θά μεταβής εις τό θριαμβεύον τοιούτον όπου θά ζής αιωνίως ενωμένος μετά τού Θεού, τών ’Αγγέλων καί όλων τών ‘Αγίων εις μίαν διαρκή καί αιώνιον Θέωσιν.

 

            Αυτό λέγεται πλήρης καί συνειδητή ’Εκκλησιαστικοποίησις, η ενσωμάτωσις μετά τής ’Εκκλησίας.