ΑΡΧΙΚΗ / ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ / ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ / ΑΙ ΙΔΙΟΤΗΤΑΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

Αι ιδιότηται τησ Εκκλησίας

’Αΐδιος, Μία, ‘Αγία, Καθολική καί ’Αποστολική.

‘Η ’Ιδιότης είναι τό ιδιαίτερον γνώρισμα, προσόν, ή χαρακτηριστικόν εκάστου προσώπου, πράγματος ή καταστάσεως. Αι κυριώτεραι ιδιότητες – φυσικά γνωρίσματα – τής ’Εκκλησίας είναι: ‘Η αϊδιότης, η ‘Ενότης, η Μοναδικότης, η ‘Αγιότης, η Καθολικότης, η ’Αποστολικότης, κ.λπ.

 

Αΐδιος: ‘Η ’Εκκλησία είναι αΐδιος ήτοι αιώνιος καί παντοτεινή, ως προϋπάρχουσα καί έχουσα τήν αρχήν, τήν ύπαρξιν καί τήν ζωήν Αυτής, εις τόν προαιωνίως υπάρχοντα Τριαδικόν Θεόν.

 

‘Η ‘Ενότης: ‘Η ενότης τής ’Εκκλησίας έχει ως βάσιν τήν αδιάσπαστον ενότητα η οποία υπάρχει εις τήν Τριασυπόστατον Θεότητα τήν Παναγίαν Τριάδα. Εις αυτήν τήν ενότητα ο Χριστός θέλων νά συμπεριλάβη καί τόν άνθρωπον, εύχεται κατά τήν ’Αρχιερατικήν Προσευχήν Του πρός τόν ουράνιον Πατέρα του, ολίγον πρό τού Σταυρικού Του θανάτου:

«ου περί τούτων δέ ερωτώ μόνον, αλλά καί περί τών πιστευόντων διά τού λόγου αυτών εις εμέ, ίνα πάντες έν ώσιν, καθώς σύ, Πάτερ, εν εμοί κα’γώ εν σοί, ίνα καί αυτοί εν ημίν ώσιν» (’Ιωάν. ΙΖ΄, 20-21).

 

‘Ο χρυσορρήμων άγιος τής ’Εκκλησίας μας, συνιστά, η ενότης τών πιστευόντων εις τόν Χριστόν νά είναι ανάλογος πρός τήν ενότητα τού Χριστού πρός τόν Πατέρα του. (’Ιωάν. Χρυσοστ. PG 61, 164).

 

‘Η δέ μετ’ αλλήλων ενότης τών πιστών, έχει ως βασικήν προϋπόθεσιν τήν μετά τού Θεού ένωσίν των. (Α΄ ’Ιωάν. Α΄, 6-7).

 

‘Ως αρχή τής ενότητος τής ’Εκκλησίας θεωρείται, κατά τόν άγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον, τό ‘Άγιον Πνεύμα, τό οποίον καί τήν πραγματοποιεί, κατά τό: «όλον συγκροτεί τόν θεσμόν τής ’Εκκλησίας» (Τροπάριον ’Εσπερινού Πεντηκοστής).

 

Συνεπώς τήν ενότητα τής ’Εκκλησίας, επιβάλλουν η ενότης τού Χριστού ως Κεφαλή, μετά τών μελών τής ’Εκκλησίας εις έν Σώμα, τό οποίον εμψυχούται υπό τού ‘Αγίου Πνεύματος.

 

Περί τών άλλων ιδιοτήτων τής ’Εκκλησίας διδασκόμεθα από τό ‘Ιερόν Σύμβολον τής Πίστεώς μας: «Πιστεύω…….. εις ΜΙΑΝ ΑΓΙΑΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ….».

 

 

Πιστεύω … εις ΜΙΑΝ ’Εκκλησίαν.

 

Διά τής φράσεως αυτής δηλούται ότι η ’Εκκλησία είναι ΜΙΑ καί όχι πολλές.

 

Περί τού ότι είναι ΜΙΑ μάς τό είπεν ο ίδιος ο Θεάνθρωπος ‘Ιδρυτής Αυτής: «…καί οικοδομήσω μου τήν ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ…», (Ματθ. ΙΣΤ΄, 18). Μάς είπεν ότι θά οικοδομήση «ΤΗΝ» εκκλησίαν, δηλαδή ΜΙΑΝ καί όχι πολλές.

 

Καί ενώ η ΜΙΑ ’Εκκλησία ιδρύθη καί εγκαινιάσθη τήν ημέραν τής Πεντηκοστής, αι άλλαι αιρετικαί εκκλησίαι έγιναν πολύ αργότερον, αφού απεκόπησαν από τήν ΜΙΑΝ ’Εκκλησίαν.

 

Είναι ΜΙΑ η ’Εκκλησία, συμφώνως πρός τήν ‘Ομολογίαν τής Πίστεώς μας, ως έχουσα ΜΙΑΝ ΚΕΦΑΛΗΝ τόν Κύριον ημών ’Ιησούν Χριστόν, ΕΝ Πνεύμα ‘Άγιον, αγιάζον καί ζωοποιούν Αυτήν, καί έν Βάπτισμα διά τήν σωτηρίαν τών ανθρώπων.

 

«…έν Σώμα καί έν Πνεύμα… είς Κύριος, μία Πίστις, έν Βάπτισμα είς Θεός καί Πατήρ πάντων…», (’Εφεσ. Δ΄, 4-6).

 

«…καί Αυτός εστίν η ΚΕΦΑΛΗ τού ΣΩΜΑΤΟΣ τής ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ…», (Κολασ. Α΄, 18).

 

‘Ο Χριστός καί οι ’Απόστολοι μάς ομιλούν περί ΜΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ καί όχι περί πολλών.

 

Διότι τότε θά είχωμεν περισσοτέρας κεφαλάς εις έν σώμα ή περισσότερα σώματα εις μίαν κεφαλήν, όπερ αφύσικον καί τερατόμορφον, περί τού οποίου δέν ωμίλησεν ο Χριστός, ούτε οι ’Απόστολοι καί Θεόπνευστοι Πατέρες, ανέφερόν τι.

 

‘Η ’Εκκλησία ως Θεανθρώπινος καί Θεοϋπόστατος ‘Οργανισμός είναι ΜΙΑ, ως έχουσα Κεφαλήν τόν Χριστόν καί ίσταται υπεράνω καί έξω χρόνου καί τόπου περιλαμβάνει δέ ως μέλη της τούς ζώντας, οι οποίοι καί αποτελούν τό επί γής στρατευόμενον τμήμα αυτής, καί τούς απελθόντας εκ τού κόσμου τούτου, οι οποίοι αποτελούν τό εν ουρανοίς θριαμβεύον τμήμα αυτής, δεδομένου ότι καί οι μέν καί οι δέ είναι μέλη τού ενός ενιαίου, αδιασπάστου καί αδιαιρέτου Σώματος τού Χριστού.

 

Σκοπός τής ’Εκκλησίας είναι νά ενωθούν όλοι οι άνθρωποι: «ίνα πάντες έν ώσιν», κατά τό πρότυπον τής ‘Αγίας Τριάδος. ‘Όπως η ‘Αγία Τριάδα είναι τρία πρόσωπα, αλλά ένας Θεός, κατά τό δόγμα τής αλληλοπεριχωρήσεως, έτσι καί η ’Εκκλησία αποτελείται από μυριάδες πρόσωπα, αλλά είναι ως είς άνθρωπος, έχων καθώς η πρώτη εκκλησία, «ψυχή καί καρδία μία» (Πράξ. Δ΄, 32).

 

 

Πιστεύω … εις ΑΓΙΑΝ ’Εκκλησίαν.

 

‘Αγία είναι η ’Εκκλησία, διότι ‘Άγιος είναι ο Τριαδικός καί Τρισυπόστατος Θεός ημών.

 

‘Αγία η Κεφαλή τής ’Εκκλησίας ο Χριστός, ‘Άγιον τό Πνεύμα, η ψυχή τής ’Εκκλησίας, ‘Άγιος καί ο σκοπός τής ’Εκκλησίας. Σκοπός της η αγιότης των χριστιανών.

 

«‘Ο Χριστός ηγάπησεν τήν ’Εκκλησίαν καί εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση, καθαρίσας τώ λουτρώ τού ύδατος εν ρήματι, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον τήν ’Εκκλησίαν, μή έχουσα σπίλον ή ρυτίδα ή τι τών τοιούτων, αλλ’ ίνα ή ‘Αγία καί άμωμος» (’Εφεσ. Ε΄, 25-27), καί «διό καί ο ’Ιησούς, ίνα αγιάση διά τού ιδίου αίματος τόν λαόν, έξω τής πύλης έπαθε», (‘Εβρ. ΙΓ΄, 12).

 

Σκοπός τής ’Εκκλησίας είναι ο αγιασμός τών ανθρώπων, η Θέωσις, όπως λέγει ο ’Απ. Πέτρος: «…ίνα διά τούτων γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως…», (Β΄ Πέτρ. Α΄, 4)., «τούτο γάρ εστί τό θέλημα τού Θεού ο αγιασμός ημών», (Α΄ Θεσσ, Δ΄, 3), καί: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πέτρ. Α΄, 16), (Λευιτ. Κ΄, 7). «Κατά τόν καλέσαντα ημάς ‘Άγιον καί αυτοί άγιοι εν πάση αναστροφή γενήθητε» (Α΄ Πετρ. Α΄, 15).

 

Δι’ αυτούς τούς λόγους οι χριστιανοί εις τήν Πρώτην ’Εκκλησίαν ονομάζονται άγιοι. (’Εφεσ. Δ΄, 22).

 

‘Η ενσωμάτωσις μας εις τό Σώμα τής ’Εκκλησίας σκοπόν έχει τόν αγιασμόν μας, τήν αναγέννησιν, τήν μεταμόρφωσιν, τήν ανάστασίν μας, τήν θέωσίν μας εν Χριστώ.

 

‘Η αμαρτωλότης μας δέν βλάπτει καθόλου τήν ’Εκκλησίαν, άλλωστε αυτός είναι ο σκοπός της, νά αγιάζη καί θεώνη τά αμαρτωλά μέλη Της. ‘Η ’Εκκλησία δέν προσλαμβάνει αγίους, αλλά αμαρτωλούς, κατά τόν λόγον τού Χριστού, «ου γάρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν», (Ματθ. Θ΄, 13).

 

‘Η αποστολή λοιπόν αυτού τού «θεϊκού εργαστηρίου» είναι η μεταβολή τών αμαρτωλών εις αγίους, η μεταμόρφωσίς των εις «θεούς» κατά χάριν. «’Εγώ είπα θεοί εστε καί υιοί ‘Υψίστου πάντες, (Ψαλμ. 81,6).

 

«’΄Εσεσθε ούν υμείς τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοίς ουρανοίς τέλειος εστίν» λέγει Κύριος (Ματθ. Ε΄, 48).

 

‘Η ‘Αγιότης επιτυγχάνεται διά τής συμμετοχής ημών εις τά μυστήρια τής ’Εκκλησίας καί δή τού Βαπτίσματος καί τής υπακοής εις τό θέλημα τού Θεού, εις τήν ζωήν μας.

 

Ούτω καθιστάμεθα «καινή κτίσις εν Χριστώ» (Β΄ Κορ. Ε΄, 17), καί (Γαλ. ΣΤ΄, 15), καί τό ‘Άγιον Πνεύμα συντελεί εις τήν Θέωσιν τών μελών τής ’Εκκλησίας.

 

‘Αγίασον ημάς Χριστέ τή δυνάμει Σου.

 

 

Πιστεύω … εις ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ’Εκκλησίαν.

 

Διά τού χαρακτηρισμού τής ’Εκκλησίας ως Καθολικής, εννοούμεν τήν επέκτασιν αυτής εις άπαντα τόν κόσμον καί τήν διάδοσιν αυτής εις άπαντας τούς λαούς, απανταχού τής γής.

 

‘Η ’Εκκλησία είναι Καθολική, ως διαδεδομένη εις άπαντα τόν κόσμον άνευ τοπικών περιορισμών καί χρονικών ορίων καί ως καλούσα, αδιακρίτως φυλών, εθνών καί κρατών, πάντας τούς ανθρώπους, πρός επίγνωσιν τού ’Αληθινού Θεού καί σωτηρίαν αυτών.

 

‘Η αποστολή της είναι διαχρονική, παγκόσμιος καί πανανθρώπινος, διά κάθε εποχή καί κάθε άνθρωπον.

 

‘Η Εκκλησία συνεστήθη καί ιδρύθη πρός σωτηρίαν ολοκλήρου τού οποθενδήποτε τής γής ευρισκομένου ανθρωπίνου γένους, από τού ’Αδάμ καί τής Εύας έως τής συντελείας τών αιώνων.

 

‘Η εξάπλωσις τής ’Εκκλησίας αύτη, δέν είναι μόνον τοπική αλλά καί χρονική καί ως πρός τούτο, η καθολικότης είναι εξωτερική.

 

’Εκ τούτων συνάγεται ότι εν δυνάμει καθολικότης, η ενυπάρχουσα εν τή ’Εκκλησία από τής συστάσεως αυτής, καθίσταται βαθμιδόν καί εν ενεργεία, διά τής διαδόσεως τού Ευαγγελίου καθ’ άπασαν τήν οικουμένην.

Γίνεται δέ τούτο συμφώνως πάντοτε πρός τήν εντολήν τού Χριστού: «καί κηρυχθήσεται τούτο τό Ευαγγέλιον τής Βασιλείας εν όλη τή οικουμένη εις μαρτύριον πάσιν τοίς έθνεσιν», καθώς καί τήν προτροπήν αυτού εις τούς μαθητάς Του: «πορευθέντες ούν μαθητεύσατε πάντα τά έθνη», (Ματθ. ΚΔ΄, 14-ΚΗ΄, 19).

 

Κατά δέ τόν ’Απ. Παύλον, «εις πάσαν τήν γήν εξήλθεν ο φθόγγος αυτών καί εις τά πέρατα τής οικουμένης τά ρήματα αυτών», (Ρωμ. Ι΄, 18 εκ τού ψαλμού ΙΗ΄ 5).

 

Είναι επίσης Καθολική, ως συνεχίζουσα η Αυτή πάντοτε, πανταχού καί κατ’ αδιάκοπον συνέχειαν τήν ορθήν περί πίστεως διδασκαλιάν έναντι τών αιρετικών.

 

‘Ο ‘Άγιος ’Ιγνάτιος γράφει: «όπου άν ή Χριστός, εκεί η Καθολική ’Εκκλησία», (’Επιστ. Σμυρν. 8, 2 ΒΕΠ 2, 281).

 

Τά αυτά περίπου αναφέρονται καί εις τό Μαρτύριον τού Πολυκάρπου, όπου ο ’Ιησούς Χριστός καλείται «ποιμήν τής κατά τήν οικουμένην Καθολικής ’Εκκλησίας», ήτοι τής ’Ορθοδόξου. (Μαρτύριον 19,2 ΒΕΠ 3,26 καί 16,2 κ.λπ.).

 

‘Ο ‘Άγιος Κύριλλος ‘Ιεροσολύμων περί τής εννοίας τής Καθολικότητος τής ’Εκκλησίας γράφει περίπου:

Καθολική ονομάζεται διότι είχε εξαπλωθή εις πάσαν τήν οικουμένην από περάτων τής γής έως περάτων καί διότι διδάσκει καθολικώς καί ανελλιπώς άπαντα, τά εις γνώσιν ανθρώπων ελθείν οφείλοντα, περί τής πίστεως Δόγματα, περί τών ορατών καί αοράτων πραγμάτων, επουρανίων καί επιγείων καί πρός παν γένος ανθρώπων, αρχόντων, αρχομένων, λογίων τε, ιδιωτών, δούλων καί καθολικώς ιατρεύειν καί θεραπεύειν κάθε είδος αμαρτίας είτε διά τής ψυχής ή διά τού σώματος επιτελουμένων.

 

Κατά τόν άγιον Γρηγόριον Νύσσης, η Καθολική ’Εκκλησία είναι μία πανανθρώπινος κοινωνία η οποία περιλαμβάνει εν αυτή πάντας τούς απ’ αιώνων πιστούς ανεξαρτήτως φυλής ή γλώσσης καί ο σωτήριος λόγος της κηρυχθήσεται κατά πάσαν τήν οικουμένην απ’ άκρον έως άκρου τού ουρανού.

 

‘Ο Μέγας ’Αθανάσιος γράφει: «λέγεται Καθολική διότι καθ’ όλου τού κόσμου κεχυμένη υπάρχει», (Μεγ. ’Αθαν. PG 28).

 

Τό «Καθολική ’Εκκλησία» είναι συνώνυμον καί ταυτόσημον μέ τό «’Ορθόδοξος ’Εκκλησία». ’Αλλά η Καθολική ’Εκκλησία είναι τό κριτήριο τής ’Ορθοδοξίας καί όχι ορθοδοξία κριτήριο τής Καθολικής ’Εκκλησίας.

 

‘Η καθολικότης λοιπόν, δέν είναι ούτε υπόθεσις γεωγραφίας ούτε αριθμών. ‘Η ’Εκκλησία τού Χριστού δέν ήταν λιγότερο καθολική τήν ημέραν τής Πεντηκοστής, όταν ολόκληρος ήταν κλεισμένη μέσα εις τό υπερώον, τό μικρό δωμάτιο τής ‘Ιερουσαλήμ.

 

‘Η καθολικότης τής ’Εκκλησίας ξεπερνά τίς διαστάσεις τού παρόντος κόσμου καί επεκτείνεται εις τήν αιώνιον απεραντωσύνην τού αΰλου μεταφυσικού καί πνευματικού τοιούτου καθ’ ότι η Θεοσύστατος συγκρότησίς Της ως Θεανθρωπίνου οργανισμού έχει παγκοσμίους καί υπερπαγκοσμίους μεταφυσικάς διαστάσεις όσας καί τά μέλη τού θριαμβεύοντος τμήματος Αυτής.

 

‘Ο όρος Καθολική προέρχεται από τό «καθολικός» ήτοι από τήν ένωσιν τού «κατά» καί τού «όλον» = καθόλον καί τά παράγωγά του: καθολικότης, καθολική, καθόλου, κ.λπ.

 

Είναι καθαρά γνησία ‘Ελληνική λέξις καί συνδεομένη μέ τήν ’Εκκλησία ως «Καθολική ’Εκκλησία» σημαίνει τήν παγκόσμιον διάστασιν, προέκτασιν καί επικράτησιν τής ’Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου οργανισμού μέ όλα του τά χαρακτηριστικά, τόν σκοπόν, τό απολυτρωτικόν έργον καί τήν διάδοσιν τού Ευαγγελίου, τήν επικράτησιν τής Βασιλείας τού Θεού, τήν συνέχισιν τής ’Αποστολικής Διαδοχής κ.λπ.

 

 

Πιστεύω … εις ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ’Εκκλησίαν


‘Η ’Εκκλησία είναι προσέτι ’Αποστολική, ως ιδρυθείσα υπό τού Χριστού καί θεμελιωθείσα υπό τών ‘Αγίων ’Αποστόλων καί διατηρηθείσα διά μέσου τών αιώνων μέχρι σήμερον κατά τό:

 

«’Εποικοδομηθέντες επί τώ θεμελίω τών ’Αποστόλων καί προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού ’Ιησού Χριστού, εν ώ πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω», (’Εφεσ. Β΄, 20-21), (Α΄ Πέτρ. Β΄, 6), «καί τό τείχος τής πόλεως έχον θεμελίους δώδεκα, καί επ’ αυτών δώδεκα ονόματα τών δώδεκα ’Αποστόλων τού Αρνίου», (’Αποκ. ΚΑ΄, 14).

 

‘Η ’Αποστολικότης τής ’Εκκλησίας διακρίνεται, αφ’ ενός μέν εις ’Αποστολικότητα Διδασκαλίας ή Πίστεως, αφ’ ετέρου δέ εις ’Αποστολικότητα Διαδοχής τών επισκόπων, προερχομένων διά Κανονικής απ’ ευθείας διαδοχικής χειροτονίας εκ τών ’Αποστόλων, παρά τών οποίων έλαβον τήν ‘Ιερωσύνην καί εδέχθησαν τήν εγκατάστασιν καί παρέλαβον τήν εξουσίαν τής τελέσεως τών Μυστηρίων εν τή Εκκλησία, ήτοι τήν ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ καί τήν ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΠΙΣΤΙΝ.

 

‘Όμως δέν είναι αρκετή μόνον η διαφύλαξίς της, διά Κανονικής χειροτονίας, ’Αποστολικής Διαδοχής, αλλ’ απαιτείται προσέτι καί η συνύπαρξις μετ’ αυτής καί τής μετ’ ακριβείας διαφυλαχθείσης ’Αποστολικής Διδασκαλίας ή Πίστεως.

 

Διότι η μή τήρησις ή η απώλεια τού ενός εκ τούτων συνεπάγεται τήν απώλειαν καί τού ετέρου, κατά τούς Πατέρας. (Ειρηναίος ’Επιστολή 84).

 

Κατά συνέπειαν αμφότερα ταύτα, δηλαδή η διατήρησις τής ’Αποστολικής Διαδοχής, όσον καί τής ’Αποστολικής Πίστεως ή Διδασκαλίας, αποτελούν μίαν βασικήν προϋπόθεσιν διά τήν εσωτερικήν αδιάσπαστον ενότητα. Καί τούτο διότι οι ’Απόστολοι ως «στύλοι» καί «θεμέλια» τής ’Εκκλησίας, είναι οι γνήσιοι φορείς τής Διδασκαλίας τού Χριστού, η οποία πρέπει νά διοχετεύεται ανόθευτος, αμιγής καί απαραχάρακτος εις τά νέα μέλη, μέχρι συντελείας τών αιώνων.

 

‘Υπό τήν έννοιαν αυτήν η ’Εκκλησία λέγεται καί ’Αποστολική ως διατηρούσα ακεραίαν τήν ’Αποστολικήν Πίστιν καί Διδασκαλίαν, καί αδιάκοπον τήν λεγομένην ’Αποστολικήν Διαδοχήν, διά τής οποίας η χάρις τού Παναγίου Πνεύματος μεταδίδεται εις αυτήν κατά τήν στιγμήν τής χειροτονίας.

 

Εις τό παρόν κεφάλαιον πρέπει νά τονισθή ότι ο Χριστός δέν άφησε διαδόχους, διότι ο ’΄Ιδιος είναι ΚΕΦΑΛΗ τού Σώματος. Οι ’Απόστολοι άφησαν διαδόχους καί δι’ αυτό ομιλούμε περί ’Αποστολικής Διαδοχής.

 

‘Άρα ο Χριστός ουσιαστικώς συνεχίζει ο ίδιος τό ’Απολυτρωτικόν Του έργον μέ τήν ’Εκκλησίαν Του, η οποία είναι τό Σώμα Του καί Αυτός η Κεφαλή Αυτής, ημείς δέ μέλη Αυτού, χάριτι Θεού.

 

’Επειδή λοιπόν, δέν άφησεν διαδόχους, χρησιμοποιεί διά τήν σωτηρίαν τού ανθρώπου, ως συνεργούς, τά ορατά καί αόρατα μέλη Του, καθώς ο ’΄Ιδιος είπεν: «Καί ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τάς ημέρας, έως τής συντελείας τού αιώνος…» (Ματθ. ΚΗ΄, 20).

 

Κατά τά ανωτέρω λοιπόν καθίσταται φανερόν ότι η έννοια τής ’Αποστολικότητος τής ’Εκκλησίας συνδέεται τόσον πρός τήν ενότητα, όσον καί πρός τό αλάθητον αυτής, θέμα μέ τό οποίον θά ασχοληθή τό επόμενον κεφάλαιον.