ΑΡΧΙΚΗ / ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ / ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ / Ο ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
Ο Μυστηριακός Χαρακτήρ της Εκκλησίας
‘Η Φύσις καί αι Συμβολικαί ’Εξεικονίσεις Αυτής.
‘Η ’Εκκλησία καθώς είδομεν, είναι «…τό ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ τό αποκεκρυμμένον από τών αιώνων καί από τών γενεών», (’Απόστ. Παύλος, Κολασ. Α΄, 26), καί η αρχή, η γένεσις καί ύπαρξις Αυτής, προϋπήρχεν εις τήν Παναγίαν Τριάδαν καί εις τήν Θείαν Βουλήν Αυτής.
Ως εκ τούτου καί η φύσις Αυτής είναι Θεϊκή, προϋπάρχουσα εν τώ Θεώ αϊδίως καί προαιωνίως, αποκαλυφθείσα δέ επ’εσχάτων χρονικώς καί εισελθούσα εις τήν ιστορίαν του κόσμου τούτου, ενωθείσα μετ’αυτού καθ’όν τρόπον οίδε καί γνωρίζει μόνον ο Τρισυπόστατος Θεός. ‘Ηνώθη μυστηριακώς μετά τού ανθρώπου ο Θεός όπως είχεν ενωθή πρωτίστως μετά τών αγγελικών δυνάμεων ασωμάτων, συμπεριλαβών καί θεώσας τόν αγγελικόν καί ανθρώπινον κόσμον καί αποτελέσας ούτω, τήν ΜΙΑΝ ΕΝΙΑΙΑΝ ΚΑΙ ΑΔΙΑΣΠΑΣΤΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ.
‘Η ούτω δημιουργηθείσα ΕΚΚΛΗΣΙΑ αποτελείται ταυτοχρόνως από τήν ‘΄Ενωσιν τού ’Αοράτου καί ορατού κόσμου εις ΕΝ ΕΝΙΑΙΟΝ καί ΑΔΙΑΣΠΑΣΤΟΝ ΣΩΜΑ μέ ΚΕΦΑΛΗΝ τόν Τριαδικόν καί Τρισυπόστατον Θεόν, αφού ο Υιός καί Λόγος τού Θεού Πατρός, καί ενανθρωπίσας Θεάνθρωπος ’Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος τώ Πατρί καί τώ ‘Αγίω Πνεύματι, καθώς μάς διδάσκει:
«’Εγώ καί ο Πατήρ έν έσμέν», (’Ιωάν. Ι΄, 30). «’Εγώ εν τώ Πατρί καί ο Πατήρ εν εμοί εστί», (’Ιωάν. ΙΔ΄10). «‘Ο εωρακώς εμέ εώρακε τόν Πατέρα», (’Ιωάν. ΙΔ΄, 9). «…ο δέ Πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τά έργα…»(’Ιωάν. ΙΔ΄, 10).
‘Η ένωσις αύτη εν τή ’Εκκλησία είναι αρμονική, καί εγένετο, ασυγχύτως, αχωρίστως, ατρέπτως, αδιαιρέτως καί αναλλοιώτως. ‘Ηνώθη τό Θείον μετά τού ανθρωπίνου, τό ουράνιον μετά τού επιγείου, τό αόρατον μετά τού ορατού, τό αιώνιον μετά τού προσκαίρου καί παροδικού, ο Θεός μετά τού ανθρώπου, διά νά γίνη καί ο άνθρωπος Θεός κατά χάριν καί επανακτήση τήν Θέωσιν, τήν οποίαν απώλεσεν διά τής παραβάσεώς του εις τόν παράδεισον.
’Εκ τών ανωτέρω συνάγεται καί συμπεραίνεται ότι η ’Εκκλησία μετά τήν ένωσίν της δέν διαιρείται εις αόρατον καί ορατήν, διότι κατέστη ΜΙΑ καί ΜΟΝΟΝ ΜΙΑ εις έν ενιαίον Σώμα, καί αποτελείται εκ δύο αδιασπάστως καί ασυγχύστως, συνηνωμένων στοιχείων καί φύσεων, δηλαδή του θείου, πνευματικού, μεταφυσικού καί αοράτου αφ’ενός, καί αφ’ετέρου τού ανθρωπίνου, υλικού, φυσικού καί ορατού.
‘Η ένωσις αύτη εγένετο καθ’όν ακριβώς τρόπον εις τόν Θεάνθρωπον ’Ιησούν Χριστώ ηνώθησαν ασυγχύστως καί ατρέπτως, η θεία καί η ανθρωπίνη φύσις.
Μικρά εικών αυτής τής ενώσεως είναι καί η ένωσις τού ανθρωπίνου σώματος μετά τής ψυχής, κατά τόν άγιον Μάξιμον.
‘Ο ‘Άγιος Μάξιμος ο ‘Ομολογητής υπήρξεν ένας από τούς μεγάλους Πατέρες τής ’Εκκλησίας ο οποίος ησχολήθη μέ τό Μυστήριον «’Εκκλησία» συνοψίσας τήν εκκλησιολογίαν τών πρό αυτού Πατέρων.
‘Ο Θεός κατά τόν Μάξιμον τόν ‘Ομολογητήν, μέ τό δημιουργηκόν Του έργον ίδρυσε τήν ’Εκκλησίαν, αι διαστάσεις τής οποίας επεκτείνονται εις όλην τήν δημιουργίαν καί διαπερνούν τά σύμπαντα, τά οποία δέν νοούνται άλλως, άνευ τής παρουσίας αυτής. τούτο βεβαίως σημαίνει τήν ίδιαν κυριαρχίαν τού Θεού επί σύμπαντος τού κόσμου.
‘Ο ‘΄Αγιος Μάξιμος δέχεται τήν ’Εκκλησίαν κατά τήν θεολογικήν, αλλά καί πραγματικήν της έννοιαν, ως Σύμβολον, τύπον, καί εικόνα τού ιδίου τού Θεού.
Διότι όπως ο Θεός συνέχει άπασαν τήν δημιουργίαν εις μίαν τελειωτικήν ενότητα, ούτω καί η ’Εκκλησία, ως ενοποιός δύναμις συνέχει καί επενεργεί εις όλον τόν κόσμον.
Δεχόμενος ο ‘΄Αγιος Μάξιμος τήν ομοιότητα τής ’Εκκλησίας πρός τόν Θεόν, αναγνωρίζει τόν Θεόν εις τήν ένωσίν Του μεθ’ όλης τής δημιουργίας. ‘΄Οπως δηλαδή εντός τής ’Εκκλησίας υπάρχει ένωσις τών πιστών μετά τού Θεού, ούτως υπάρχει ένωσις όλης τής δημιουργίας μετά τού Θεού, αφού ο Θεός είναι πανταχού παρών καί η παρουσία Του είναι διάχυτος καί καλύπτει τά σύμπαντα καί επεκτείνεται πέραν αυτών εις τό άπειρον.
‘Ο ‘Άγιος Μάξιμος παρουσιάζει ακόμη τήν ’Εκκλησίαν –Ναόν- καί ως εικόνα τού ανθρώπου, διότι, όπως αύτη αποτελείται εκ τού ναού καί τού ιερατείου, ούτω καί ο άνθρωπος αποτελείται εκ τού σώματος ως ναού καί τής ψυχής ως ιερατείου, τά οποία συνδέονται, όπως καί εκείνα οργανικώς μεταξύ των, καί ενοποιούνται υπό τής ψυχής εις μίαν οργανικήν ενότητα (Μαξ. P.G. 91, 672 A΄).
Εκ τούτων διαπιστούται ότι ο χαρακτήρ καί η υπόστασις τής ’Εκκλησίας κατά τήν Καινήν Διαθήκην είναι στενώς συνδεδεμένα και συνυφασμένα πρός τό πρόσωπον καί τό έργον του Θεανθρώπου, δι’ αυτό δυνάμεθα νά χαρακτηρίσωμεν τήν ’Εκκλησίαν Θεοϋπόστατον.
‘Η ’Εκκλησία είναι αυτός ούτος ο ’Ιησούς παρατεινόμενος, πρός ολοκλήρωσιν τού απολυτρωτικού έργου Του εις τήν ‘Ιστορίαν καί εφ’όσον εν τή ’Εκκλησία ενούται ο Θεός μετά τού ανθρώπου, η ’Εκκλησία καθίσταται Θεανθρώπινος οργανισμός.
Ούτως η ’Εκκλησιά είναι ταυτοχρόνως θεία καί ανθρώπινος, ορατή καί αόρατος. Καί είναι θείον δημιούργημα καί καθίδρυμα ώς ιδρυθείσα υπό τού Θεού καί συγκροτηθείσα υπό τού ’Ιησού Χριστού διά τού Παναγίου Πνεύματος, τό οποίον ενοικεί εν Αυτή ως ψυχή.
Τοιουτοτρόπως η ’Εκκλησία είναι καί Θεοσύστατος ζών Οργανισμός.
ΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΑΙ ΕΞΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Τήν ’Εκκλησίαν καθώς είπομεν προηγουμένως, ούσαν στενώς συνηνωμένην μετά τής υποστάσεως τού Υιού καί Λόγου τού Θεού δυνάμεθα νά τήν ονομάσωμεν Θεοϋπόστατον.
’Επίσης ως έχουσα Κεφαλήν τόν Χριστόν καί ούσαν ταύτην Σώμα Αυτού, καθίσταται Θεανθρώπινος ζών οργανισμός.
‘Η ένωσις αύτη είναι Θεϊκή καί ανθρώπινος, αόρατος καί ορατή, άϋλος καί υλική, εγκόσμιος καί υπερκόσμιος.
’Επειδή ακριβώς η ’Εκκλησία είναι Θεανθρώπινος οργανισμός καί “μυστήριον αποκεκρυμμένον από τών αιώνων καί από τών γενεών”, (Κολασ. Α΄, 26), δι’αυτό, λόγω τής φύσεώς της δέν υπάρχει ακριβής ορισμός ούτε εις τούς ‘Αγίους Πατέρας ούτε εις τήν ‘Αγίαν Γραφήν.
Κάθε ορισμός λοιπόν περί τής ’Εκκλησίας, όπως προείπωμεν, είναι ελλειπής καί περιγραφικός.
‘Η ‘Αγία Γραφή δέν δίδει ακριβή ορισμόν περί τής ’Εκκλησίας αλλά μόνον εικόνας, συμβολισμούς καί περιγραφάς. Οι Πατέρες λαμβάνουν ορισμένας συμβολικάς εικόνας από τήν ‘Αγίαν Γραφήν μέ τάς οποίας όσο τό δυνατόν, ανθρωπίνως, μάς βοηθούν νά καταλάβουμε περί τής ουσίας καί τού έργου τής ’Εκκλησίας.
‘Ο Χριστός ομιλών περί τής ’Εκκλησίας εχρησιμοποίησεν παραβολάς, ήτοι συμβολικάς εικόνας κατά τό: “’Ανοίξω εν παραβολαίς τό στόμα μου”, (Ματθ. ΙΓ΄, 35), (Ψαλμ. 77, 2).
Τοιαύται συμβολικαί εικόνες, εκ τών οποίων ορισμέναι καταχωρούνται εις τήν συνέχειαν, περί ’Εκκλησίας έχουν αναφερθή υπό τού Χριστού παραβολικώς:
Βασιλεία ουρανών: (Ματθ. ΙΑ΄, 12).
Οικοδομή: (Ματθ. ΙΣΤ΄, 18).
Πανδοχείον: (Λουκ. Ι΄, 34).
Σαγήνη: (Ματθ. ΙΓ΄, 47).
Ζύμη: (Ματθ. ΙΓ΄, 33).
Θησαυρός: (Ματθ. ΙΓ΄, 44).
Κόκκος Σινάπεως: (Ματθ. ΙΓ΄, 31)
Οικία: “Εν τή οικία τού Πατρός μου μοναί πολλαί εισί” (’Ιωάν. ΙΔ΄, 2).
Μαργαρίτης: (Ματθ. ΙΔ΄, 45).
Οι Γάμοι τού Υιού τού Βασιλέως: (Ματθ. ΚΒ΄, 2-14).
‘Ο Δείπνος τού Βασιλέως: (Λουκ. ΙΔ΄, 16-24).
‘Η παραβολή τών μυρίων ταλάντων: (Ματθ. ΙΗ΄, 23-35).
‘Ο οικοδεσπότης όστις εφύτευσεν αμπελώνα: (Ματθ. ΚΑ΄, 33-46).
‘Η ’Άμπελος: “’Εγώ ειμί η ’Άμπελος η ’Αληθινή υμείς τά κλήματα καί ο Πατήρ μου ο Γεωργός εστί”: (’Ιωάν. ΙΕ΄, 1-8).
‘Η παραβολή τού Ασώτου: (Λουκ. ΙΕ΄, 11-32).
‘Ο οικοδεσπότης όστις εμίσθωσεν εργάτας εις τόν αμπελώνα: (Ματθ. Κ΄, 1-16).
Οι άγιοι ’Απόστολοι μιμούμενοι τόν Χριστόν ωμίλησαν καί αυτοί μέ Συμβολικάς εικόνας διά τήν ’Εκκλησίαν:
Σώμα Χριστού: (Κολ. Α΄, 18), (Ρωμ. ΙΒ΄, 4), (’Εφέσ. Α΄, 23) ο ’Απόστ. Παύλος.
Κιβωτός: (Α΄ Πέτρου Γ΄, 20).
Πλοίο ή Ναύς: (Α΄ Πέτρου Γ΄, 20).
Οικοδομή: (Α΄ Κορ. 3, 9, 11, ’Εφεσ. Β΄, 2) κ.λπ, ο ’Απ. Παύλος.
Λαός περιούσιος τού Θεού: (Τίτ. Β΄, 14) ο ’Απ. Παύλος.
’Άνω ‘Ιερουσαλήμ: (’Αποκ. ΚΑ΄, 1-27), Ευαγγ. ’Ιωάννης.
’Ακόμη καί οι άγιοι Πατέρες ομιλούν περί τού ιδίου θέματος μέ περιγραφικόν καί μέ συμβολικόν τρόπον: Βασιλεία, ποίμνη, ναός, οίκος, πόλις Θεού, άνω ‘Ιερουσαλήμ, άμπελος, οικοδομή, λαός τού Θεού, μήτηρ, νύμφη, παρθένος, κ.λπ.