ΑΡΧΙΚΗ / ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ / ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ / ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

Η Προϊστορία και η Ιστορία της Εκκλησίας

’Αρχή, ‘΄Yπαρξις καί ’Αποκάλυψις τής ’Εκκλησίας κατά τήν Πεντηκοστήν

 

Περί «’Εκκλησίας», υπό τήν έννοιαν τού ‘Ιερού Ευαγγελίου, διδασκόμεθα από τόν Κ.Η.Ι. Χριστόν, (Ματθ. ΙΣΤ΄,18), καί από τούς ‘Αγίους ’Αποστόλους καθώς καί από τάς ερμηνείας τών Θεοφόρων Πατέρων.

 

Δέν είναι εύκολο νά δοθή ακριβής ορισμός περί Αυτής. Διότι είναι ένα Μυστήριο, τό οποίον είναι δύσκολον νά περιγραφή μέ ανθρώπινα λόγια, επειδή δέν είναι μόνον υλικός οργανισμός αλλά ένωσις υλικού καί αuλου κόσμου. Είναι, «τό μυστήριον τό αποκεκρυμμένον από τών αιώνων καί από τών γενεών», κατά τόν ’Απ. Παύλον. (Κολασ. Α΄, 26).

 

Καθώς είναι μυστήριον: η ενανθρώπισις καί σάρκωσις τού Χριστού, τό Τρισυπόστατον τής Θεότητος –η ‘Αγία Τριάς-, έτσι μυστήριον είναι καί η ’Εκκλησία, αφού δρά εντός Αυτής τό Πανάγιον Πνεύμα. (Μυστήρια είναι καί αι τελεταί τής ’Εκκλησίας εις τάς οποίας ενεργεί η χάρις του Παναγίου Πνεύματος χωρίς νά γίνεται αντιληπτή μέ τάς αισθήσεις μας).

 

‘Ημείς εγνωρίσαμε τήν ’Εκκλησίαν κατά τήν ημέραν τής ‘Ιδρύσεώς της, τής θεμελιώσεως της ή τών εγκαινίων της, ήτοι τήν ημέραν τής Πεντηκοστής, όπου διά τής καθόδου τού Παναγίου καί Τελεταρχικού Πνεύματος, εγκαθιδρύεται επισήμως ο Θεοσύστατος, Θεοϋπόστατος καί Θεανθρώπινος Αυτός ’Οργανισμός.

 

’Αλλά η ’Εκκλησία πρό τής Πεντηκοστής δέν υπήρχεν; Τότε εδημιουργήθη; Ή εάν προϋπήρχε, από πότε προϋπήρχε; Καί πού;

 

‘Η ‘Αγία Γραφή δέν δίδει σαφή ορισμόν περί τής ’Εκκλησίας, αλλά μόνον εικόνας καί περιγραφάς δι’ αυτήν.

 

Οι ‘Άγιοι Πατέρες χρησιμοποιούν αυτάς τάς ΣΥΜΒΟΛΙΚΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ καί περιγραφάς διά νά μάς βοηθήσουν νά σχηματίσωμεν μία «ιδέα», κατά το ανθρώπινον δυνατόν.

 

‘Ο ίδιος ο Χριστός, ομιλών περί ’Εκκλησίας, εχρησιμοποίησεν παραβολικάς εικόνας ως Σύμβολα, διά νά μάς ομιλήση περί Αυτής. Τό ίδιο έπραξαν καί οι ’Απόστολοι, καί πολλοί ‘Άγιοι.

 

Περί αυτών τών παραβολικών εικόνων ως Συμβόλων, θά αναφερθώμεν εκτενέστερον, εις άλλο κεφάλαιον τού παρόντος.

 

‘Ως συνηθέστερον καί επικρατέστερον συμβολισμόν περί ’Εκκλησίας, οι ‘Άγιοι Πατέρες εχρησιμοποίησαν τόν, τού ’Αποστόλου Παύλου, «καί αυτός εστιν η ΚΕΦΑΛΗ τού ΣΩΜΑΤΟΣ τής ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ…», (Κολασ. Α΄, 18).

 

’Αφού η ’Εκκλησία είναι τό ΣΩΜΑ τού Χριστού καί Αυτός είναι η ΚΕΦΑΛΗ αυτής, άρα είναι Αύτη ηνωμένη μετά τού αιωνίου Υιού καί Λόγου τού Θεού. Έχει δέ, ούτω, εν Αυτώ καί δι’ Αυτού η ’Εκκλησία αιωνίαν ύπαρξιν, καί δι’αυτό δύναται νά χαρακτηρισθή καί Θεοϋπόστατος. Προϋπήρχε λοιπόν εξ αϊδίου η ’Εκκλησία, οιονεί κεκρυμμένη εν τώ Θεώ, ως τό πρό τών αιώνων απόκρυφον Μυστήριον.

 

Προϋπήρχεν, εν τή σοφία καί τή προνοία τού Θεού ως πνευματική ’Εκκλησία μέσα εις τήν ΑΓΙΑΝ ΤΡΙΑΔΑΝ, εις τήν ένωσιν τών Τριών Θείων Προσώπων, τού Πατρός, του Υιού καί του ‘Αγίου Πνεύματος.

 

Διότι προαιωνίως είχεν ο Θεός εν τώ νώ καί τή βουλήσει Αυτού τό σχέδιον καί τήν βουλήν περί τής ’Εκκλησίας ομού μετά τής περί σωτηρίας τού κόσμου, καθώς ο προφητάναξ Δαυΐδ λέγει: «‘Ο δέ Θεός, βασιλεύς ημών, πρό αιώνων ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω τής γής», (Ψαλ. 73ος). ’Επίσης ο Μέγας ’Αθανάσιος διδάσκει: «‘Η ’Εκκλησία πρότερον κτισθείσα, μετά ταύτα γεννάται εκ Θεού», (PG26, 1004/5).

 

‘Επομένως η ’Εκκλησία, περιληφθείσα εις τήν προαιώνιον περί δημιουργίας καί σωτηρίας τού κόσμου θείαν βουλήν, προϋπήρχε πάντοτε εις τόν συνάναρχον καί ανάρχως προϋπάρχοντα αιώνιον Λόγον καί Υιόν τού Θεού. Κατόπιν δέ συμπεριέλαβεν, πρότερον μέν, τα αγγελικά τάγματα εν τώ ουρανώ, βραδύτερον δέ, εν χρόνω τούς ανθρώπους επί τής γής, καί τέλος ετελειώθη καί απεκαλύφθη εις τόν κόσμον, διά τής ενανθρωπίσεως, τού θανάτου καί τής ’Αναστάσεως τού Χριστού καί τής, κατά τήν Πεντηκοστήν, αποστολής υπ’Αυτού, τού Παναγίου Πνεύματος.

 

Κατά ταύτα, η αρχή, η ρίζα καί η ύπαρξις τής ’Εκκλησίας, ευρίσκεται εις τόν Τριαδικόν καί Τρισυπόστατον Θεόν τήν Παναγίαν Τριάδαν καί δέν είναι «ανθρώπινον κατασκεύασμα».

 

Είναι λοιπόν υπερφυσική καί ουράνιος, καί ουχί φυσική καί επίγειος.

 

‘Η Εκκλησία είναι αυτή η βασιλεία τού Θεού, ήτις ουκ έστι εκ τού κόσμου τούτου (’Ιωαν. ΙΗ΄, 36), τής οποίας η αρχή, ως είπομεν, είναι προχρονική, προϊστορική, υπερφυσική καί υπερκόσμιος). Εισήλθεν, όμως διά τής δημιουργίας τού κόσμου εις τήν ιστορίαν τής ανθρωπότητος καί απεκαλύφθη ως ΣΩΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ.

 

Κατά συνέπειαν η ’Εκκλησία έχει διπλήν ύπαρξιν, ουράνιον καί επίγειον, ως ελθούσα, από τόν ουρανόν εις τήν γήν καί επανερχομένη από τήν γήν εις τόν ουρανόν, όπου οδηγεί τά πιστά καί άγια μέλη Αυτής. Αυτή δέ υπάρχει έξω καί υπεράνω χρόνου καί χώρου.

 

Βάσει τών ανωτέρω δυνάμεθα νά παρακολουθήσωμεν τρείς διαδοχικάς εμφανίσεις, (ή φάσεις), τής ’Εκκλησίας, τής εν τή ‘Αγία Τριάδι προαιωνίως υπαρχούσης αϊδίως.

 

Πρώτη: τήν, μετά τών ’Αγγελικών, ασωμάτων καί ουρανίων δυνάμεων ενωθείσαν, δηλαδή: Τού Τρισυποστάτου Τριαδικού Θεού, μετά τών ’Αγγέλων.

 

Δευτέρα: τήν ένωσιν τών Πρωτοπλάστων εις τόν Παράδεισον, μετά τού Τριαδικού Θεού καί τών ’Αγγελικών δυνάμεων, καί,

 

Τρίτη: τήν, κατά τήν Πεντηκοστήν, ένωσιν, τών πιστευσάντων εις τόν Χριστόν ως Θεόν καί Σωτήρα τού κόσμου καί διά τού Θείου Βαπτίσματος εισελθόντων καί πολιτογραφηθέντων εν τή ’Εκκλησία Αυτού, μετά τών απ’ αιώνων κεκοιμημένων πιστών δικαίων καί μετά τών ’Αγγελικών, μετά τών αποτελούντων δηλαδή τό ουράνιον τμήμα τής ενιαίας ’Εκκλησίας τήν λεγομένην Θριαμβεύουσαν.

 

Κατά τήν ημέραν τής Πεντηκοστής, δηλαδή, ιδρύεται καί γεννάται τό επίγειον τμήμα Αυτής, τών ζώντων εν τώ κόσμω τούτω καί συγκροτούντων τήν λεγομένην Στρατευομένην ’Εκκλησίαν, εκ τής οποίας μεταφυτεύονται καί μεταγράφονται οι εκλεκτοί καί άγιοι διά τού θανάτου, (ή κοιμήσεως), εις τήν ουράνιον ’Εκκλησίαν, εις τήν οποίαν αενάως καί συνεχώς μεθίσταται το επίγειον τμήμα Αυτής.

 

‘Η ’Εκκλησία λοιπόν είναι ΜΙΑ καί ΕΝΙΑΙΑ καί ταυτοχρόνως αποτελείται από τήν ένωσιν θριαμβευούσης καί στρατευομένης. Τήν ένωσιν δηλαδή τού αοράτου καί αΰλου μετά τού ορατού καί υλικού κόσμου.