Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΑΠΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν χρησιμοποιεῖ τὸ ἡμερολόγιον διὰ νὰ τηροῦνται αἱ διάφοροι ἑορταὶ καὶ νηστεῖαι ὁμοιοχρόνως, ὁμοιομόρφως καὶ ὁμοιοτρόπως πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς συνοχῆς καὶ ἑνότητος τῶν μελῶν αὐτῆς. Οὐσιαστικῶς τὸ Ἡμερολόγιον χρησιμοποιεῖται ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι διὰ καθ᾽ ἑαυτὸ χρονομετρικὸν σκοπόν, ἀλλὰ διὰ τὴν ὁμοφωνίαν καὶ συμφωνίαν καὶ ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, διὰ λειτουργικοὺς λόγους, ὅπως ὁ καθορισμὸς τοῦ κύκλου τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν τοῦ ἔτους, τῶν κινητῶν ἑορτῶν τοῦ Ἁγίου Πάσχα, τῶν τεσσάρων νηστειῶν, καὶ ὅλων τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Τὴν Ἐκκλησίαν δὲν τὴν ἐνδιαφέρει ἡ ἀκρίβεια τοῦ χρόνου ὡς αὐτοσκοπός, ἀλλ᾽ ὡς μέσον τῆς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ Ἑνότητος τοῦ Σώματος αὐτῆς, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι: Ἡ Ἐκκλησία οὐκ οἶδεν ἀκρίβειαν χρόνου· ἓν μόνον οἶδε, τὴν Ἑνότητα τῆς Πίστεως, Δογμα γαρ Δογματων ἐστὶν ἡ Ἑνότης τῆς Πίστεως. «Οὐδὲ γὰρ ἡ Ἐκκλησία χρόνων ἀκρίβειαν οἶδεν… τὴν συμφωνίαν πανταχοῦ τιμῶσα καὶ τὴν ὁμόνοιαν ἀγαπῶσα, κατεδέξατο τὸ ἐπιταχθέν» (Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, P.G. 48, 871-2). Ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Νέου Παπικοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου διέσπασε τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ δημιούργησε Σχίσμα καὶ Διαίρεσιν, πρᾶγμα Θεοστηγὲς καὶ Θεομίσητον. «Οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι… Οὐδὲ Μαρτυρίου αἷμα ταύτην δύνασθαι ἐξαλείφειν τὴν ἁμαρτίαν» (ὁ αὐτός, P.G. 62, 85).
Κάθε ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου εἶναι ἀπηγορευμένη καὶ καταδικασμένη δι᾽ Ἀναθέματος ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ὡς ἀντιβαίνουσα πρὸς τὴν παραδοθεῖσαν τάξιν, προκαλοῦσα θόρυβον, σάλον, διάσπασιν, μερισμόν.
Ἡ πρώτη Καταδίκη τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου, τῆς προταθείσης ὑπὸ τοῦ Πάπα Ρώμης Γρηγορίου ΙΓ’, ἐγένετο ὑπὸ τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1583: «Ὅποιος δὲν ἀκολουθᾶ τὰ ἔθημα (sic) τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς αἱ Ἑπτὰ Ἅγιαι Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἐθέσπισαν καὶ τὸ Ἅγιον Πάσχα καὶ τὸ Μηνολόγιον καλῶς ἐνομοθέτησαν νὰ ἀκολουθῶμεν, καὶ θέλει νὰ ἀκολουθᾶ τὸ νεοεφεύρετον Πασχάλιον, καὶ Νέον Μηνολόγιον τῶν ἀθέων ἀστρονόμων τοῦ Πάπα, καὶ ἐναντιώνεται εἰς αὐτὰ ὅλα, καὶ θέλει νὰ ἀνατρέψῃ καὶ νὰ χαλάσῃ τὰ πατροπαράδοτα δόγματα καὶ ἔθημα (sic) τῆς Ἐκκλησίας, ἄς ἔχη τὸ ΑΝΑΘΕΜΑ, καὶ ΕΞΩ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ τῆς τῶν πιστῶν ὁμηγύρεως ἂς εἶναι…. καὶ ὅταν τὸ καλέσῃ ὁ καιρὸς καὶ ἡ χρεία καὶ αὐτὸ τὸ αἷμά σας νὰ χύνετε διὰ νὰ φυλάξετε τὴν πατροπαράδοτον Πίστιν καὶ Ὁμολογίαν σας…».
Ἡ αὐτὴ καταδίκη ἐπεκυρώθη κατ᾽ ἐπανάληψιν Συνοδικῶς καὶ Πανορθοδόξως τὸ 1587, τὸ 1593, τὸ 1722, τὸ 1756, τὸ 1836, τὸ 1848, τὸ 1895 καὶ τὸ 1904. Ἐπεκυρώθη ἀκόμη καὶ διὰ τῆς πρακτικῆς τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐν τῇ πράξει ἐπὶ 341 ἔτη (ἀπὸ τὸ 1583 ἕως τὸ 1924), ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐδέχθη τὴν ἀλλαγήν, δεσμευομένη ὑπὸ τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων, τῶν ὁποίων αἱ Ἀποφάσεις ἔχουν κῦρος Οἰκουμενικόν.
Τὸ 1924 ὅμως, ὅσα Πατριαρχεῖα ἐδέχθησαν τὸ Νέον Ἡμερολόγιον καὶ ὅσα ἐκράτησαν τὸ Παλαιὸν ἀλλὰ παρέμειναν εἰς κοινωνίαν μετ᾽ αὐτῶν, ἀντιβαίνοντα ὅλα πρὸς τὰς Πανορθοδόξως εἰλημμένας Ἀποφάσεις καὶ πρὸς τὴν Πανορθόδοξον ὑπεραιωνόβιον πρακτικήν, ἀπεκόπησαν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Σημειωτέον ὅτι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου τὸ 1924, ἡ γενομένη κατ᾽ ἐφαρμογὴν τῆς Διαβοήτου Αἱρετικῆς καὶ Οἰκουμενιστικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 τῆς ἐκδοθείσης ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἐγένετο ὅλως πραξικοπηματικῶς, χωρὶς ἀπόφασιν Πανορθοδόξου ἢ Τοπικῆς Συνόδου, χωρὶς κἂν προσχήματα νομιμότητος. Ἀκόμη καὶ μὲ ἀπόφασιν τοιαύτης Συνόδου νὰ εἶχε γίνει, θὰ ἦτο ἀντορθόδοξος καὶ ἄκυρος, ὡς ἀντιβαίνουσα εἰς ἤδη εἰλημμένην Ἀπόφασιν ἐπὶ Ἐκκλησιαστικῶς Δεδικασμένου θέματος.
Ἐὰν μία Πανορθόδοξος Σύνοδος ἠδύνατο νὰ ἀναιρέσῃ Ἀπόφασιν προηγουμένης, εἰλημμένην ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τότε καὶ αὐτῆς ἡ Ἀπόφασις θὰ ἦτο ἀναιρετέα ὑπὸ ἄλλης νεωτέρας. Ὅλαι θὰ ἐστεροῦντο τοῦ δεσμευτικοῦ κύρους τοῦ ἐπιφοιτοῦντος καὶ συνεδριάζοντος καὶ συναποφασίζοντος ἐν αὐταῖς Ἁγίου Πνεύματος. Τότε οὐδεμία Ἀπόφασις Πανορθοδόξου Συνόδου θὰ ἦτο ὑποχρεωτικὴ καὶ δεσμευτικὴ διὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Πρὸς τί ὁ λόγος, λοιπόν, καὶ ποῖον τὸ νόημα τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξων Συνόδων ὅταν αἱ Ἀποφάσεις των δύνανται νὰ ἀναιρεθοῦν ἀπὸ ἑπομένην; Εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως, συμφώνως πρὸς τὴν Πράξιν καὶ τὸ ΚΑΝΟΝΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, αἱ Πανορθόδοξοι Σύνοδοι εἶναι ἰσόκυροι μὲ τὰς Οἰκουμενικὰς καὶ μὴ ἀναιρέσιμοι. Ὅλαι αἱ Ἀποφάσεις των εἶναι ὁριστικαί, τελεσίδικοι, ἀμετάκλητοι, δεσμευτικαί, καὶ ἀποτελοῦν πηγὴν Κανονικοῦ Δικαίου. Οὐδεμία Ἀπόφασις Πανορθοδόξου Συνόδου ἀνῃρέθη ποτὲ ὑπὸ ἄλλης τοιαύτης Συνόδου.
Ὡς ἐκ τούτου, εἰς τὸ θέμα τῆς Ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου δὲν ὑπάρχει περιθώριον διὰ τὴν ἐπίκλησιν τοῦ δικολαβικοῦ καὶ σοφιστικοῦ ὅρου «Δυνάμει καὶ Ἐνεργείᾳ», ὅτι δῆθεν Ἐκκλησίαι δεχθεῖσαι τὴν Ἡμερολογιακὴν ἀλλαγὴν εἶναι «Δυνάμει» καὶ ὄχι «Ἐνεργείᾳ» Σχισματικαί.
Ἀκόμη καὶ πρὶν ὁ Πάπας ἀλλάξῃ τὸ Ἡμερολόγιον τὸ 1582, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἔχουσα γνῶσιν περὶ τῆς ἀνακριβείας τοῦ ἐν χρήσει Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἤδη ἀπὸ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἶχεν ἀπορρίψει κάθε πρότασιν διορθώσεώς του. Τοῦτο φαίνεται εἰς κείμενα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Θεοδωρήτου τὸν 5ον αἰῶνα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν 14ον αἰῶνα εἰς κείμενα τοῦ Πατριάρχου Ματθαίου Βλαστάρεως καὶ τοῦ Αὐτοκράτορος Ἀνδρονίκου τοῦ πρεσβυτέρου, ὅστις ἀναφέρει ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ 1341 «Σεσιγημένον ἀφῆκε τὸ πρᾶγμα ἵνα μὴ μερισμὸν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐπάγῃ». Παρομοίως ἐκφράζεται καὶ ὁ Βλάσταρις διὰ τοὺς κινδύνους τοὺς προερχομένους ἐκ μιᾶς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου, ὅτι αὕτη «πρόξενος γενήσεται στάσεως οὐ μετρίας τῇ Ἐκκλησίᾳ».
Τὸ Ἱερὸν Πηδάλιον (σελ. 9) ἀναφέρει ὅτι καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι καὶ οἱ Πατέρες ἐγνώριζον ὅτι τὸ ἐν χρήσει Ἡμερολόγιον δὲν ἐμέτρα μὲ ἀκρίβειαν τὸν χρόνον, ἀλλ᾽ ὡς σοφοὶ ὅπου ἦσαν, δὲν ἠθέλησαν νὰ τὸ διορθώσουν προτιμῶντες τὴν συμφωνίαν καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας παρὰ τὴν ἀκρίβειαν τοῦ χρόνου καὶ τὸ Σχίσμα ἐκ τῆς ἀκριβείας.
Ὡς ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν ἐπανειλημμένων Πανορθοδόξων Συνοδικῶν Ἀποφάσεων καὶ ἐκ τῆς ὑπεραιωνοβίου πρακτικῆς, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ διὰ φρικτῶν Ἀναθεμάτων Κατεδίκασεν ὁριστικῶς, ἀμετακλήτως καὶ δεσμευτικῶς τὴν ἀλλαγὴν τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Ἀπηγόρευσε πᾶσαν χρῆσιν Νέου Ἡμερολογίου.
Ἡ υἱοθέτησις τοῦ Νέου Παπικοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924, ἡ κατ᾽ εὐφημισμὸν τροποποίησις καὶ διόρθωσις τοῦ Ἰουλιανοῦ, δὲν ἐγένετο ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾽ ἐπεβλήθη Ἐξωσυνοδικῶς, Ἀντικανονικῶς καὶ Πραξικοπηματικῶς ὑπὸ ὀργάνων τῆς Ἑβραιομασονίας, τοιούτων ὄντων τῶν πρωταγωνιστῶν, Μελετίου Δ’ Μεταξάκη, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγορίου Ζ’ Ζερβουδάκη, πατριάρχου Κωνσταν- τινουπόλεως, Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Μητροπολίτου Ἀθηνῶν, καθὼς ἐπίσης καὶ τῆς στρατιωτικῆς κυβερνήσεως Στυλιανοῦ Γονατᾶ.
Τὸ Ἡμερολόγιον δὲν τὸ ἄλλαξε ἡ Ἐκκλησία τοῦ ΘΕΟΥ· δὲν ἦτο ἔργον Θεοῦ. Τὸ ἄλλαξε ἡ Ἑβραιοσιωνιστικὴ Μασονία, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Σατανᾶ· ἦτο ἔργον τοῦ Διαβόλου.
Αἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι αἱ ὁποῖαι ἐδέχθησαν τὴν Ἐξωεκκλησιαστικὴν καὶ Ἀντικανονικὴν εἰσαγωγὴν τοῦ Νέου Παπικοῦ Ἡμερολογίου, καθὼς καὶ ὅσαι δὲν τὴν ἐδέχθησαν ἀλλὰ παρέμειναν εἰς κοινωνίαν μετ᾽ αὐτῶν, ἐμπίπτουν εἰς τὰ φρικτὰ Ἀναθέματα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκπίπτουν τῆς Θείας Χάριτος, καθίστανται Σχισματοαιρετικαί, δὲν ἔχουν Θείαν Χάριν εἰς τὰ Μυστήριά των, δὲν παρέχουν Σωτηρίαν εἰς τὰ μέλη των, δὲν γεννοῦν τέκνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ λειτουργοῦν ὡς πύλαι Κολάσεως.
Εἶναι ἡλίου φαεινότερον καὶ πρέπει νὰ γίνῃ τοῖς πᾶσι γνωστὸν ὅτι Ἐκκλησία δεχθεῖσα τὸ Νέον, Γρηγοριανόν, Παπικὸν Ἡμερολόγιον κατέστη ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ καί, ὡς ἐκ τούτου, τὰ Μυστήριά της στεροῦνται τῆς Θείας Χάριτος.
Ἡ ἀντορθόδοξος ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου βεβαίως δὲν ἀπετέλεσε μίαν μεμονωμένην πλάνην ἢ μίαν μεμονωμένην Σχισματικὴν ἐνέργειαν. Ἀπετέλεσε τὸ πρῶτον βῆμα πρὸς τὴν Παναίρεσιν τοῦ Ἀθέου Οἰκουμενισμοῦ, τὴν Πανθρησκείαν καὶ τὴν Παγκόσμιον Κυριαρχίαν τοῦ Ἀντιχρίστου, τὴν προετοιμαζομένην ὑπὸ τοῦ Διεθνοῦς Ἑβραιοσιωνισμοῦ. Ἐξ ἄλλου, περιλαμβάνεται καὶ εἰς τὴν Αἱρετικὴν Οἰκουμενιστικὴν Ἐγκύκλιον τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τὴν ἐκδοθεῖσαν τὸ 1920, καὶ εἰς τὰς Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ληστρικοῦ –καὶ ὄχι Πανορθοδόξου– Συνεδρίου τὸν Μάϊον-Ἰούνιον τοῦ 1923.
Ἡ Διαβόητος Αἱρετικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ 1920, ἡ ὁποία ἔχει τὸν Βλάσφημον τίτλον «Πρὸς τὰς Ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» καὶ ἀποτελεῖ τὸν Καταστατικὸν Χάρτην τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ Ἀθέου Οἰκουμενισμοῦ, προβλέπει εἰς τὸ πρῶτον Ἄρθρον της τὴν προώθησιν τῆς ἀντιεκκλησιαστικῆς ἑνότητος τῶν Αἱρετικῶν Ἐκκλησιῶν «διὰ τῆς παραδοχῆς ἑνιαίου Ἡμερολογίου πρὸς ταυτόχρονον ἑορτασμὸν τῶν μεγάλων Χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπὸ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν», αἵτινες, κατὰ τὸ δεύτερον μέτρον τὸ ὁποῖον προωθεῖ, «εἶναι Συγκληρονόμοι καὶ Σύσσωμοι τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Χριστῷ».
Ὁ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ, εἰς πρώτην φάσιν, προωθεῖ τὴν Διαχριστιανικὴν Ἕνωσιν ὅλων τῶν Αἱρέσεων καί, εἰς δευτέραν φάσιν, τὴν Διαθρησκειακὴν Ἕνωσιν ὅλων τῶν Θρησκειῶν, ἀπὸ ὅπου θὰ προκύψῃ ἡ Θρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἡ Εἰσαγωγὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ἦτο τὸ πρῶτο βῆμα πρὸς τὴν Ἀντίχριστον Πανθρησκείαν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δι᾽ αὐτὸ τὸ Νέον Ἡμερολόγιον δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμισις. Εἶναι πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ πρόξενος στάσεως οὐ μετρίας τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐγένετο, καὶ Σχίσματα προεξένησε, καὶ τὸ Κράτος διετάραξε, καὶ τὴν Κοινωνίαν διέφθειρε, καὶ τὴν Λογικὴν διεστρέβλωσε, καὶ Αἱρέσεις εἰσήγαγεν.
Ἡ διατήρησις, λοιπόν, τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρέδωκεν εἶναι ὑποχρεωτική. Ἡ δὲ ἀλλαγή του ἀποτελεῖ ἄμεσον ἀποκοπὴν καὶ ἔξοδον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἄμεσον χωρισμὸν ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἄμεσον ἀπώλειαν τῆς Θείας Χάριτος, καὶ ἄμεσον συγκατάταξιν εἰς τὴν συναγωγὴν τοῦ ἀπ᾽ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου καὶ πλάνου Σατανᾶ. Διὰ τοῦτο δὲν ἐπιτρέπεται οὐδεμία Πνευματικὴ καὶ Ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία ἢ Συμπροσευχὴ μετὰ τῶν ἀκολουθούντων τὸ Νέον Ἡμερολόγιον καὶ τῶν κοινωνούντων αὐτοῖς, διότι ἀποτελεῖ ἀπώλειαν τῆς Ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Παρατίθενται ἐν συνεχείᾳ ἐκ χειρογράφων τὰ δύο Ἱστορικὰ Σιγίλλια, ἤτοι αἱ Ἀποφάσεις τῆς Καταδίκης καὶ τοῦ Ἀναθεματισμοῦ τοῦ Νέου Παπικοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πανορθοδόξων Συνόδων τοῦ 1583 καὶ 1593.