ΑΡΧΙΚΗ / ΙΕΡΟΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΑΡΙΟΝ / Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
ΙΕΡΟΝ ΠΡΟΣΕΧΗΤΑΡΙΟΝ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἔκδοσις Β´ – Θεσσαλονίκη 2014
Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ
ΚΑΙ Ο ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΟΣ
ΤΗΣ ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗΣ
ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΟΣ
4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΡΟΥ / ΕΞΑΨΑΛΜΟΣ
7. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΥ / ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
8. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
9. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ
10. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ
11. ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ ΤΡΟΠΑΡΙΑ ΤΩΝ ΟΚΤΩ ΗΧΩΝ
12. ΤΡΟΠΑΡΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ / ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ ΚΑΤΑ ΤΑΞΙΝ ΑΓΙΩΝ
20. ΠΕΡΙ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
21. ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
22. ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΦΛΩΡΙΝΟΣΕΡΑΦΕΙΜΙΚΩΝ
23. ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ
25. ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ
26. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ, ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΓΙΑΣΜΟΝ, ΤΟ ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ & ΤΟΝ ΜΙΚΡΟΝ ΑΓΙΑΣΜΟΝ
29. ΜΗΝΟΛΟΓΙΟΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ
Πλάναι περὶ τῆς προσκυνήσεως τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων καὶ περὶ τῆς Εἰκονογραφίας ἐνεφανίσθησαν πολλάκις μὲ ποικίλους τρόπους καὶ ἡ κατάληξίς των εἰς τὴν Αἵρεσιν τῆς Εἰκονομαχίας ἀποτελεῖ ἱστορικὴν πραγματικότητα. Νέον κροῦσμα Εἰκονομαχίας μὲ πολλαπλᾶς αἱρετικὰς καὶ βλασφήμους θεωρίας ἐνεφανίσθη εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος, κατὰ μεταπήδησιν ἐκ τῶν Νεοημερολογιτῶν, τὴν δεκαετίαν τοῦ ᾽70. Αὐταὶ αἱ Αἱρέσεις ἀπετέλεσαν τὴν βάσιν ἀντικανονικῶν ἐξωσυνοδικῶν χειροτονιῶν ἐπισκόπων καὶ ἐγένοντο αἰτία δημιουργίας Σχίσματος τὸ 1995.
Οἱ πρωτεργάται τῆς Νεοεικονομαχίας, μὲ τὴν κάλυψιν τοῦ Ἀθηνῶν Ἀνδρέου, τοῦ Πειραιῶς Νικολάου, τοῦ Ἀργολίδος Παχωμίου, καὶ μὲ τὴν ὑποστήριξιν τοῦ Κιτίου Ἐπιφανίου, ἐπολέμησαν Ὀρθοδόξους Ἱερὰς Εἰκόνας ἀποδεκτὰς ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί προσκυνητὰς ἀπὸ αἰώνων. Τὰς ἐχαρακτήρισαν Αἱρετικὰς καί Εἴδωλα· τὰς κατήργησαν καὶ τὰς κατέστρεψαν· τοὺς δὲ προσκυνοῦντας αὐτὰς ἐκήρυξαν Αἱρετικούς, Λατινόφρονας, Εἰδωλολάτρας, καὶ Παγανιστάς.
Κατὰ τὰς Αἱρετικὰς καὶ βλασφήμους διακηρύξεις τῶν Νεοεικονομάχων ἀπορρίπτεται ἡ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ εἰκόνισις τοῦ Θεοῦ Πατρός, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅλων τῶν Θεοφανειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ ἐν γένει τοῦ ἀοράτου, ἀΰλου, ἀσωμάτου, ἀπεριγράπτου, ἀσχηματίστου, πνευματικοῦ κόσμου, ὅπως παρουσιάζεται ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΚΩΣ εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Ἀπορρίπτονται συγχρόνως καὶ αἱ Ἄκτιστοι Ἐνέργειαι διὰ τῶν ὁποίων τελοῦνται αἱ Θεοφάνειαι, ὁπότε οἱ Νεοεικονομάχοι εἶναι καὶ Βαρλααμῖται, οἵτινες κατεδικάσθησαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τὸ 1341.
Οἱ Αἱρετικοὶ Νεοεικονομάχοι ἐπολέμησαν ἐπίσης τὴν εἰκόνα τῆς ἐκ τοῦ Τάφου Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ πᾶσαν ἀπεικόνισιν πέραν τῆς Βυζαντινῆς τεχνοτροπίας, ὅπως εἶναι ἡ Κλασσική. Εἰσήγαγον δὲ βλασφήμους καὶ ἀντιευαγγελικὰς παραστάσεις εἰς τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μαίας καὶ λουτρόν, πράγματα καταδικασμένα ὑπὸ τοῦ 79ου Κανόνος τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸ 691. Εἰς δὲ τὴν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς εἰσήγαγον ἀνιστορήτους ἀντιαγιογραφικὰς παραστάσεις, προσθέτοντας ἀπόντα τότε πρόσωπα, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ ἄλλα, ἀπαλείφοντας παρόντα πρόσωπα, ὅπως ἡ Παναγία, καὶ μὴ εἰκονίζοντες μηδὲ ὀνομάζοντες τὴν πραγματικὴν Δωδεκάδα τῶν ἐκλεγμένων Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Αἱρετικοὶ Νεοεικονομάχοι ἀρνοῦνται τὴν εἰκονογράφησιν τῶν Θεοφανειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐναντιούμενοι οὕτω εἰς τὴν Ἁγίαν Ζ´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἡ ὁποία τὴν δέχεται καὶ τὴν θεσμοθετεῖ.
Πολλαὶ αἱ Αἱρέσεις τῶν Νεοεικονομάχων καὶ ἐκ τῶν σοφιστικῶν βλασφήμων διατυπώσεών των δημιουργοῦνται ἀκόμη περισσότεραι. Ἐκ τῶν πολλαπλῶν βλασφήμων Αἱρέσεων τὰς ὁποίας διακηρύσσουν ἀναφέρονται κατωτέρω δειγματολειπτικῶς ὀλίγαι μόνον, διὰ τῶν ὁποίων διαπιστώνεται ἡ ἀλλοτρίωσίς των ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν, ἡ ἀποξένωσίς των ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ χωρισμός των ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τριάδα.
1) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Ἐκτὸς τῆς Σαρκώσεως οὐδεμία Εἰκόνισις ἐπιτρέπεται. Δηλαδή, πιστεύουν ὅτι μόνον ὅ,τι ἔχει σάρκα μπορεῖ νὰ εἰκονισθῇ. Ἀντιφάσκουν ὅμως πρὸς τοῦτο, διότι εἰκονίζουν πρόσωπα καὶ πράγματα τοῦ ἀΰλου κόσμου, ἤτοι Ἀγγέλους, Δαίμονας, Ἁγίους εἰς τὸν Παράδεισον, κολασμένους εἰς τὴν Κόλασιν, ψυχὰς εἰς τὴν εἰς Ἅδου Κάθοδον, καὶ ἄλλας καταστάσεις ἄνευ σαρκός. Τὰς εἰκονίζουν μὲ ὑλικὰς μορφὰς τοῦ κόσμου τούτου αἱ ὁποῖαι δὲν ὑπάρχουν ἐκεῖ. Ἐναντιοῦνται δὲ καὶ πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων: «Οἴδαμεν οὖν, ὅτι οὔτε Θεοῦ, οὔτε ψυχῆς, οὔτε δαίμονος δυνατὸν θεαθῆναι φύσιν, ἀλλ᾽ ἐν μετασχηματισμῷ τινὶ θεωροῦνται ταῦτα, τῆς Θείας Προνοίας τύπους καὶ σχήματα περιτιθείσης τοῖς ἀσωμάτοις καὶ ἀτυπώτοις… καὶ ταῦτα σχηματίζομεν καὶ εἰκονίζομεν» (Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, P.G. 94, 1344D-1345A).
2) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Ὅ,τι δὲν ἔχει ὑλικὸν πρωτότυπον, εἶναι Εἴδωλον καὶ δὲν εἰκονίζεται. Δηλαδή, πιστεύουν ὅτι δὲν εἰκονίζεται ὁ Θεὸς Πατήρ, ὁ Θεὸς Λόγος πρὸ τῆς Σαρκώσεως, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Πῶς ὅμως δέχονται νὰ εἰκονίζουν πρόσωπα, πράγματα καὶ καταστάσεις τοῦ ἀΰλου καὶ ἀσχηματίστου κόσμου, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ὑλικὸν πρωτότυπον, ὅπως εἶναι οἱ Ἄγγελοι, οἱ Δαίμονες, αἱ ψυχαί, ὁ Παράδεισος, ἡ Κόλασις, καὶ λοιπά; Ἡ φρενοβλάβεια εἰς ὅλην τὴν ἔξαρσίν της. Συμφώνως πρὸς τὴν θεωρίαν των, οὔτε ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος θὰ πρέπει νὰ εἰκονίζεται, οὔτε οἱ Ἄγγελοι εἰς τὴν Φιλοξενίαν τοῦ Ἀβραάμ, οὔτε ἡ Φιλοξενία νὰ ἐκλαμβάνεται ὡς Ἁγία Τριάς, οὔτε νὰ ὑπάρχῃ εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅμως ἡ Ἁγία Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐντέλλεται τὴν εἰκονογράφησιν τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Πιστεύοντες εἰς Ἕνα Θεὸν ἐν ΤΡΙΑΔΙ ἀνυμνούμενον, τὰς τιμίας Αὐτοῦ Εἰκόνας ἀσπαζόμεθα» (Πρακτικὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τόμ. Γ´ σελ. 383/883).
3) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Αἱ κλασσικαὶ εἰκόνες δὲν εἶναι Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ κακέκτυπα τοῦ Διαβόλου. Μέχρι τὸν 7ον αἰῶνα ὅμως δὲν ὑπῆρχεν ἡ Βυζαντινὴ τέχνη καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶχε μόνον Κλασσικὰς εἰκόνας. Ἦτο Αἱρετικὴ τότε ἡ Ἐκκλησία; Ὀρθόδοξα ἔθνη τὰ ὁποῖα δὲν ἐγνώρισαν ποτὲ τὴν Βυζαντινὴν τεχνοτροπίαν, εἶναι ὡς ἐκ τούτου Αἱρετικά; Διὰ τοὺς Νεοεικονομάχους καὶ αὐτὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων ἦσαν εἰς τὴν Αἵρεσιν. Ὅπως γνωρίζομεν ὅμως, οὐδεμία Οἰκουμενικὴ ἢ Τοπικὴ Σύνοδος καὶ οὐδεὶς Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας διενοήθη ποτὲ νὰ ἐπιβάλῃ τὴν Βυζαντινὴν ὡς τὴν μόνην Ὀρθόδοξον τεχνοτροπίαν ἢ νὰ ἀπορρίψῃ ὡς Αἱρετικὰς τὰς εἰκόνας τῆς Κλασσικῆς ἢ κάποιας ἄλλης συγκεκριμένης τεχνοτροπίας. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Φώτιος ἀπαντῶν εἰς τὸ εἰρωνικὸν ἐρώτημα τῶν Εἰκονομάχων, «Ποίας τεχνοτροπίας αἱ εἰκόνες εἶναι Ὀρθόδοξοι, τῶν Ρωμαίων, τῶν Ἰνδῶν, τῶν Ἑλλήνων ἢ τῶν Αἰγυπτίων», λέγει ὅτι ἀπὸ μόνο του αὐτὸ τὸ ἐρώτημα τοὺς καθιστᾶ Εἰδωλολάτρας: «ὅτι λελήθασιν ἑαυτούς, δι᾽ ὧν ταῦτα λέγουσιν, εἰς τὴν τῶν Ἑλλήνων τάξιν ἑαυτούς ἐντάττοντες» (Ἅγιος Φώτιος, P.G. 101, 948D-949A), καὶ ὅτι ἡ τεχνοτροπία οὔτε καθορίζει οὔτε ζημιώνει τὴν Ὀρθοδοξίαν τῆς εἰκόνος: «Ὅτιπερ οὐ πάντως λυμαίνεται τῶν εἰκονισμάτων τὸ ἀνόμοιον τὴν τῆς Εἰκόνος φύσιν καὶ τὴν Ἀλήθειαν» (αὐτόθι, 952A).
4) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Διὰ τῆς Βυζαντινῆς τέχνης ὁ Χριστὸς εἰκονίζεται ὡς Θεάνθρωπος, ἐνῶ διὰ τῆς Κλασσικῆς μόνον ὡς ἄνθρωπος!!! Δι᾽ αὐτῆς τῆς θέσεως διακηρύσσουν βλασφήμως ὅτι εἰς τὴν Βυζαντινὴν εἰκόνα εἰκονίζεται καὶ ἡ Θεϊκὴ Φύσις τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι εἰς αὐτὴν τὴν εἰκόνα πρέπει νὰ ἀποδίδεται λατρεία, καὶ ὅτι ἡ Θεϊκὴ Φύσις εἶναι περιγραπτή, ἐνῶ αὕτη εἶναι Ἀπερίγραπτος. Δι᾽ αὐτοῦ ὁδηγοῦνται εἰς τὴν Εἰκονολατρείαν καὶ Βυζαντινολατρείαν, ἀποδίδοντες εἰς τὴν Βυζαντινὴν εἰκόνα καὶ τέχνην ὑπερφυσικάς, Θεϊκὰς Δυνάμεις καί, ὡς λέγει ὁ Μέγας Φώτιος, καταλήγουν εἰς τὴν Εἰδωλολατρείαν, ποιοῦντες Θεὸν τὴν κάθε Βυζαντινὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς ἡ Βυζαντινὴ εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ λατρεύεται κατὰ τὴν θεωρίαν των. Ἀπ᾽ ἐναντίας, εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν αἱ εἰκόνες πρέπει νὰ τιμῶνται καὶ ὄχι νὰ λατρεύωνται, διότι δὲν ἀπεικονίζουν τὴν Θείαν φύσιν. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι οὐδεμία φύσις εἰκονίζεται, οὔτε ἡ Θεϊκὴ οὔτε ἡ ἀνθρωπίνη: «Παντὸς εἰκονιζομένου, οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ᾽ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται» (Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, P.G. 99, 405Α).
5) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Ὅσοι εἰκονίζουν τὸν Χριστὸν εἰς τὴν Κλασσικὴν τέχνην, τὸν χωρίζουν ἀπὸ τὴν Θεότητά του καὶ γίνονται αἱρετικοὶ Νεστοριανοί. Δηλαδή, πιστεύουν ὅτι διὰ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος μία εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ εἰκονίζῃ καὶ τὴν Θεϊκήν του φύσιν, θέσις βλάσφημος καὶ Αἱρετική, διότι ἡ Θεϊκὴ φύσις οὔτε ὁρᾶται οὔτε εἰκονίζεται, καθάπερ «ἄπειρον, καὶ ἀόριστον, καὶ ἀσχημάτιστον, καὶ ἀναφές, καὶ ἀόρατον, καὶ ἁπλοῦν, καὶ ἀσύνθετον» τὸ Θεῖον (Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις Ἀκριβὴς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κεφ. 4, P.G. 94, 797Β). Οἱ Αἱρετικοὶ ὅμως Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι διὰ τῆς Βυζαντινῆς Τέχνης εἰκονίζεται ἡ Θεϊκὴ Φύσις! Ὦ τῆς παρανοίας, τῆς φρενοβλαβείας καὶ τῆς ἄκρας παραφροσύνης τῶν Αἱρετικῶν Νεοεικονομάχων!
6) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Ἡ Θεοτόκος διὰ τῆς Βυζαντινῆς τέχνης παρουσιάζει τὸ Δόγμα τῆς Θείας Ἐνσαρκώσεως, ἐνῶ διὰ τῆς Κλασσικῆς παρουσιάζει «τὴν ἁπλῆν παρθένον τῆς Ναζαρέτ». Δηλαδή, οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι τὸ Δόγμα τῆς Θείας Ἐνσαρκώσεως, ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ἔτεκε Θεὸν καὶ εἶναι Θεοτόκος, παρουσιάζεται μόνον εἰς τὰς Βυζαντινὰς Εἰκόνας, ἐνῶ εἰς τὰς Κλασσικὰς φαίνεται ὅτι Αὕτη δὲν ἔτεκε Θεόν, ἔτεκεν ἄνθρωπον καὶ εἶναι ἀνθρωποτόκος. Διὰ τῆς Βυζαντινῆς τέχνης, καὶ μάλιστα μόνον διὰ τῆς Βυζαντινῆς κατὰ τοὺς ἰσχυρισμούς των, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπεικονισθῇ τὸ Θεῖον! Ἀποδεικνύονται οὕτω καὶ Ἀντίθεοι καὶ Βυζαντινολάτραι καὶ Εἰκονολάτραι καὶ παράλογοι οἱ Αἱρετικοὶ Νεοεικονομάχοι.
7) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Εἰς τὰς εἰκόνας τῆς Βυζαντινῆς τέχνης, καὶ μόνον τῆς Βυζαντινῆς, παρουσιάζεται ἡ Πνευματικὴ ἀλλαγὴ ἡ ὁποία συντελεῖται εἰς τὰς ψυχὰς τῶν Ἁγίων. Δηλαδή, πιστεύουν ὅτι διὰ τῆς Βυζαντινῆς τέχνης ἀπεικονίζεται ἡ ἁγιωσύνη καὶ ἡ Χάρις τῶν εἰκονιζομένων, ἐνῶ διὰ τῆς Κλασσικῆς ἀπεικονίζεται ἡ φυσική των μορφή. Ξεχνοῦν ὅμως οἱ παράφρονες νέοι Αἱρετικοὶ ὅτι εἰς τὴν Βυζαντινὴν τέχνην εἰκονίζονται καὶ Διῶκται καὶ Δήμιοι καὶ Εἰδωλολάτραι καὶ Αἱρετικοὶ καὶ Δαίμονες καὶ ὁ Ἰούδας καὶ οἱ Σταυρωταί; Μήπως καὶ αὐτοί, ἐπειδὴ εἶναι ἁγιογραφημένοι εἰς τὴν Βυζαντινὴν τέχνην, ἔχουν ἀλλοιωθῆ πνευματικῶς ὑπὸ τῆς Θείας Χάριτος; Μήπως ὁ Χριστός, ἡ Παναγία, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι, ὅσον εὑρίσκοντο ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, εἶχον Βυζαντινὴν μορφὴν καὶ ἐμφάνισιν καὶ ἐνδυμασίαν; Ἢ μήπως ἐπειδὴ δὲν εἶχον Βυζαντινὴν ἐμφάνισιν δὲν ἦσαν πνευματικῶς ἠλλοιωμένοι; Ἡ Βυζαντινὴ ὅμως τεχνοτροπία δὲν εἶναι τίποτε περισσότερον ἀπὸ μία διαφορετικὴ ἀνθρωπίνη νοοτροπία καὶ προσέγγισις εἰς τὴν ἐν γένει ζωγραφικήν, καὶ ὄχι ἕνα ἀποκλειστικῶς Χριστιανικὸν φαινόμε- νον. Εἶναι ἕνα κρᾶμα Ἑλληνιστικῆς τεχνοτροπίας καὶ ἐκείνης τῶν Σασσανιδῶν τῆς Περσίας, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἐζωγραφίζοντο καὶ ζωγραφίζονται σκηναὶ τῆς καθημερινῆς ζωῆς, μορφαὶ τῆς εἰδωλολατρικῆς ἀρχαιότητος πρὸ Χριστοῦ, καθὼς καὶ Ἐκκλησιαστικὰ θέματα μὲ μορφὰς Ἁγίων. Ἡ Βυζαντινὴ τέχνη δὲν ἀποτελεῖ τὴν ἀποκλειστικὴν μέθοδον ἀπεικονίσεως εἰς τὴν Ἐκκλησίαν οὔτε ἔχει ὑπερβατικὰς δυνατότητας νὰ ἀπεικονίσῃ τὸ Θεῖον, ὡς ἀνοήτως διακηρύσσουν οἱ πλανεμένοι. Τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ τελευταῖα ἔτη μὲ ἐντολὴν τοῦ Πάπα ζωγραφίζονται Παπικοὶ ψευτοάγιοι κατὰ τὴν Βυζαντινὴν τεχνοτροπίαν δεσμεύει τοὺς Νεοεικονομάχους-Βυζαντινολάτρας νὰ ἀποδεχθοῦν ὅτι καὶ αὐτοὶ εἶναι πνευματικῶς ἀλλοιωθέντες καὶ θεωθέντες Ἅγιοι. Ἡ Βυζαντινὴ τέχνη δὲν ἁγιοποιεῖ τοὺς εἰκονιζομένους οὔτε ἀπεικονίζει κάποιαν πνευματικὴν ἀλλαγὴν τῶν εἰκονιζομένων.
8) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Εἶναι Δογματικὸν Λάθος καὶ Αἵρεσις ἡ διατύπωσις «Ἔνσωμος Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ Τάφου». Δηλαδή, πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέστη ἐκ τοῦ Τάφου, ὅτι ἡ Ψυχή Του δὲν ἐπανενώθη μετὰ τοῦ Σώματός Του. Τὸν Ἀναστάντα Χριστὸν κρύπτειν βούλονται ὑπὸ γῆς ὡς καὶ οἱ Ἀντίχριστοι Ἑβραῖοι Σταυρωταί Του. «Εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν» (Α´ Κορ. ΙΕ´ 17).
9) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Ἡ Σωματικὴ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ Τάφου εἶναι ἕνα ὑποθετικὸν γεγονός, διότι δὲν τὸν εἶδε κανεὶς νὰ ἀνασταίνεται, καὶ δι᾽ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ εἰκονίζεται. Δηλαδή, πιστεύουν ὅτι δὲν εἶναι πραγματικότης ἀλλὰ ὑπόθεσις ἡ ἐκ τοῦ Τάφου Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀντ᾽ αὐτῆς ἐπιβάλλουν ὡς Εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τὴν εἰς Ἅδου Κάθοδον. Τὸ ἐπιχείρημά των ὅμως καταρρίπτεται, διότι κανεὶς δὲν εἶδε τὸν Χριστὸν νὰ ἀνασταίνεται ἐκ τοῦ Ἅδου, ὁπότε κατὰ τὴν θεωρίαν των οὔτε καὶ ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος μπορεῖ νὰ εἰκονίζεται. Μπορεῖ ὅμως νὰ εἰκονίζεται, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀντικαθιστᾶ τὴν εἰκόνα τῆς ἐκ τοῦ Τάφου Ἀναστάσεως, διότι «Ἀνάστασις καὶ εἰς Ἅδην κατάβασις μεγάλην ἔχουσι τὴν διαφοράν» (Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 320). «Ὅτι δὲ ἡ τοῦ Κυρίου Ἀνάστασις Σώματος Ἀφθαρτισθέντος καὶ Ψυχῆς Ἕνωσις ἦν, ταῦτα γὰρ τὰ διαιρεθέντα, δῆλον» (Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις Ἀκριβὴς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Ε.Π.Ε. τόμ. 1, σελ. 566, P.G. 94, 1224C). Ὄχι μόνο ὑποθετικὸν γεγονὸς δὲν εἶναι ἡ ἐκ Τάφου Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ Δόγμα Δογμάτων καὶ Ἀλήθεια ἐπὶ τῆς ὁποίας πᾶσα ἡ Πίστις ἐστερέωται: «Εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν» (Α´ Κορ. ΙΕ´ 17). Διὰ τοῦτο εἰκονίζεται εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἡ ἐκ Τάφου Ἔγερσις τοῦ Χριστοῦ. «Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν… Ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος Αὐτοῦ. Ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσθησαν οἱ Μαθηταὶ Αὐτοῦ ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς» (Ἰωάν. Β´ 19-22). «Ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τοῦ ΤΑΦΟΥ καθὼς προεῖπεν, ἔδωκεν ἡμῖν τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ μέγα ἔλεος» (Τροπάριον Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα ψαλλόμενον τὰς Κυριακάς).
10) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ ἀνεστήθη ἀπὸ τὸν Ἅδην. Δηλαδή, πιστεύουν ὅτι ἡ ἀθάνατος καὶ ἀναμάρτητος καὶ τεθεωμένη ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ, κατελθοῦσα εἰς τὸν Ἅδην, εἶχεν ἀποθάνει!!! Αἱ ψυχαὶ ὅμως δὲν ἀποθνήσκουν καὶ ὅταν ὁμιλοῦμε περὶ θανάτου ψυχῆς ἐννοοῦμε τὸν χωρισμὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Χριστὸς ὅμως, κατὰ τὸν προφήτην Ἠσαΐαν, «ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι Αὐτοῦ» (Ἡσ. ΝΓ´ 9), κατὰ τὸν Ἀπόστολον Πέτρον, «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι Αὐτοῦ» (Α´ Πέτρ. Β´ 22), καὶ κατὰ τὸ ἀψευδὲς Αὐτοῦ στόμα, «τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. Η´ 46). Ἐφ᾽ ὅσον ὁ Χριστὸς δὲν ἡμάρτησε, δὲν ἀπέθανεν ἡ ψυχή του καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὁμιλῇ κανείς, ὅπως οἱ ἐν λόγῳ Αἱρετικοί, περὶ Ἀναστάσεως τῆς ψυχῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς κατῆλθεν εἰς τὸν Ἅδην ἵνα ἀναστήσῃ ψυχὰς καὶ ὄχι διότι ἀπέθανεν ἡ ψυχή Του καὶ ἐκ τοῦ Ἅδου ἀνέστη.
11) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Δὲν εἰκονογραφοῦνται αἱ Θεοφάνειαι τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Δηλαδή, ἐὰν καὶ συγκαταβὰς ὁ Θεὸς κατεδέχθη νὰ ἀποκαλύψῃ ἑαυτὸν τοῖς ἀνθρώποις ἀνθρωπομορφικῶς μὲ σχήματα πεπερασμένα, αὐτοὶ πιστεύουν ὅτι αἱ Θεοφάνειαι δὲν πρέπει νὰ ἁγιογραφοῦνται. Αἱ Θεοφάνειαι ὅμως ἀποτελοῦν τὸ κύριον περιεχόμενον τῶν Προφητικῶν Ὁράσεων, αἱ ὁποῖαι κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν εἰκονίζονται. Ἀντιτάσσονται οὕτω οἱ Νεοεικονομάχοι εἰς τὰ κελεύσματα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διὰ τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μακαρίζει τοὺς εἰκονίζοντας αὐτάς: «Τῶν τὰς Προφητικὰς ὁράσεις, ὡς αὐτὸ τὸ Θεῖον αὐτὰς ἐσχημάτιζε καὶ διετύπου, εἰδότων, καὶ ἀποδεχομένων, καὶ πιστευόντων, ἅπερ ὁ τῶν Προφητῶν χορὸς ἑωρακότες διηγήσαντο… καὶ διὰ τοῦτο εἰκονιζόντων τὰ Ἅγια, καὶ τιμώντων, Αἰωνία ἡ μνήμη. (γ΄)» (Πρακτικὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τόμ. Γ´, στήλη 405-406/905-906). Καταδικάζει δὲ καὶ Ἀναθεματίζει τοὺς ἀρνουμένους τὴν εἰκονογράφησιν τῶν Προφητικῶν ὁράσεων: «Τοῖς τὰς μὲν Προφητικὰς ὁράσεις, κἂν μὴ βούλοιντο, παραδεχομένοις, τὰς δ᾽ ὀφθείσας αὐτοῖς εἰκονογραφίας, ὦ θαῦμα! καὶ πρὸ σαρκώσεως τοῦ Λόγου μὴ καταδεχομένοις… εἰκονογραφεῖν δὲ ἐνανθρωπήσαντα τὸν Λόγον, καὶ τὰ ὑπὲρ ἡμῶν αὐτοῦ πάθη οὐκ ἀνεχομένοις, Ἀνάθεμα, (α΄)» (αὐτόθι, στήλη 407/907). Ἀπεκάλυψεν ἑαυτὸν ὁ Θεὸς καὶ διὰ λόγου καὶ διὰ ὁραμάτων, διότι Αὐτὸς ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ἀλήθεια οὐ κρύπτεσθαι φιλεῖ: «Ἐγὼ δὲ Κύριος ὁ Θεός σου… καὶ λαλήσω πρὸς Προφήτας, καὶ ἐγὼ ὁράσεις ἐπλήθυνα καὶ ἐν χερσὶ Προφητῶν ὡμοιώθην» (Ὡσηὲ ΙΒ´ 10-11).
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ φανεὶς εἰς τοὺς Ἁγίους Του συχνάκις δίδει εἰς αὐτοὺς τὴν ἐντολὴν νὰ γράψουν ὅσα βλέπουν: «Καὶ ἀπεκρίθη πρός με Κύριος καὶ εἶπε· γράψον ὅρασιν καὶ σαφῶς εἰς πυξίον, ὅπως διώκῃ ὁ ἀναγινώσκων αὐτά» (Ἁμβακ. Β´ 2). Ἀλλαχοῦ δέ, «ἐγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ, καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος λεγούσης· ὃ βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον καὶ πέμψον ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις» (Ἀποκ. Α´ 10-11). «Γράψον οὖν ἃ εἶδες, καὶ ἃ εἰσι καὶ ἃ μέλλει γίνεσθαι μετὰ ταῦτα» (Ἀποκ. Α´ 19). Οἱ δὲ Ἅγιοι ὡς τοὺς ἀπεκάλυπτεν ὁ Θεὸς τὰ ὁράματα τὰ ἔγραφον εἰς βιβλίον: «Δανιὴλ ἐνύπνιον εἶδε, καὶ αἱ ὁράσεις τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ, καὶ τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ ἔγραψεν· ἐγὼ Δανιὴλ ἐθεώρουν ἐν ὁράματί μου τῆς νυκτός….» (Δαν. Ζ´ 1-2). Τὸ ἐρώτημα βεβαίως ἐγείρεται ἀβιάστως καὶ ἡ ἀπάντησις προκύπτει ἀκωλύτως: Καθ᾽ ἣν στιγμὴν ὁρῶνται καὶ περιγράφονται διὰ λόγου εἰς βιβλίον ὅσα ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει εἰς τὰς ὁράσεις, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν εἰκονίζωνται; Ὤφθη ὁ Θεὸς τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ λαβὼν σχήματα ἀλλότρια τῆς φύσεώς Του, περιγραπτὰ ὁ ἀπερίγραπτος, ἡ δὲ Ἁγία Γραφὴ διὰ λόγου καταγράφει αὐτὰ καὶ ὁ κάθε ἀναγνώστης εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἀπεικονίσῃ καὶ σχηματίσῃ αὐτὰ νοερῶς. Ποῖον τὸ ἐμπόδιον εἰς τὸ νὰ ἀπεικονισθοῦν ταῦτα καὶ διὰ χρωμάτων; Οὐδέν. Ποία βλασφημία προκύπτει ἐκ τῆς εἰκονογραφίας τῶν Θεοφανειῶν; Οὐδεμία. Δὲν ἔγινε κανεὶς Εἰδωλολάτρης ἐξ αἰτίας τῶν ἀνθρωπομορφικῶν περιγραφῶν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Ἡ φρενοβλάβεια τῶν συγχρόνων Εἰκονομάχων ὅμως τοὺς ὑποχρεώνει νὰ ἐπιρρίψουν τελικῶς εὐθύνην εἰς τὸν Θεὸν διότι συγκαταβαίνει νὰ ἐμφανίζεται ἀνθρωπομορφικῶς!!!
Δὲν εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη τόλμη αὐτὴ ἡ ὁποία ἀποδίδει εἰς τὸν ἀπερίγραπτον Θεὸν ἀνθρωπίνην περιγραφήν. Εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διὰ τὸν ἄνθρωπον ἕνεκεν τῆς ὁποίας, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀναφέρεται εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀποκαλύπτεται καὶ φανερώνεται ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΚΩΣ καὶ ΑΝΘΡΩΠΟΠΑΘΩΣ, κατὰ συγκατάβασιν, ὡς ἔχων πρόσωπον, ὀφθαλμούς, στόμα, καρδίαν, γαστέρα ἡ ὁποία γεννᾶ υἱόν, ὀπίσθια, χεῖρας, πόδας, πτέρυγας, θρόνον, ψυχήν, ὡς ὁμιλῶν μὲ ἀνθρωπίνην φωνήν, ὡς μεταμελούμενος, ὡς μισῶν, ὡς ὀργιζόμενος, ὡς ὁρκιζόμενος, ὡς καθήμενος, ὡς βαδίζων, ὡς ἀναβαίνων καὶ καταβαίνων, ὡς ὀσφραινόμενος, ὡς παλεύων μετὰ τοῦ Ἰακώβ, ὡς στηριζόμενος εἰς σκάλαν, καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους τρόπους. Ἀνθρωπομορφικῶς καὶ ἀνθρωποειδῶς ἀναφέρονται εἰς τὸν Θεὸν ὁλόκληρος ἡ Ἁγία Γραφή, ὅλοι οἱ Προφῆται, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἅγιοι, καθὼς καὶ ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας, αἱ Ἀκολουθίαι τῶν Μυστηρίων καὶ αἱ Νεκρώσιμοι Ἀκολουθίαι. Μήπως θὰ πρέπει νὰ ἀποβληθοῦν καὶ τὰ Ἱερὰ Βιβλία τῆς Ἐκκλησίας ἐπειδὴ παρουσιάζουν τὸν Θεὸν ἀνθρωπομορφικῶς;
Διὰ τοῦτο δὲν ξενίζει τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς οὔτε ἡ εἰκονογράφησις τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὡς Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν, οὔτε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει Περιστερᾶς, οὔτε τοῦ Ἀοράτου κόσμου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἁγία Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν τῇ Ε´ αὐτῆς Πράξει Ἀναθεμάτισεν ὡς Εἰκονομάχον τὸν Πέρσην Ἐπίσκοπον Ξεναΐαν, ὁ ὁποῖος δὲν ἐδέχετο «νὰ ζωγραφῆται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καθὼς ἐφάνη ἐν εἰδώλῳ περιστερᾶς… ἀναθεμάτισεν αὐτὸν μετὰ τῶν ἄλλων Εἰκονομάχων» (Προλεγόμενα Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 320). Ἀλλὰ καὶ «ὁ Ἄναρχος Πατὴρ πρέπει νὰ ζωγραφίζεται καθὼς ἐφάνη εἰς τὸν Προφήτην Δανιὴλ ὡς Παλαιὸς Ἡμερῶν» (αὐτόθι). «Εἰ γὰρ μὴ ἐζωγραφοῦμεν Αὐτὸν ὁλοτελῶς, διὰ τί νὰ ζωγραφοῦμεν τόσον τὸν Πατέρα ὅσον καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐν εἴδει Ἀγγέλων, ἀνδρῶν νέων, καθὼς ἐφάνηκαν εἰς τὸν Ἀβραάμ;» (αὐτόθι). Ἄσαρκος ὁ Θεὸς Πατήρ, Ἄσαρκον καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἄπειρος ὁ Πατήρ, Ἄπειρον καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐφάνησαν ὅμως ἐν πεπερασμένῃ μορφῇ καὶ περιεγράφησαν εἰς τὴν Θείαν Γραφὴν διὰ τοῦ λόγου ἐν ἀνθρωπίνῃ διαλέκτῳ. Εἰκονίζονται λοιπὸν καὶ διὰ χρωμάτων ὡς ἡ Ἐκκλησία διακελεύεται. Πᾶσα Θεοφάνεια εἰκονιστή. Ἐν κατακλείδι, ἡ Ἐκκλησία ΟΥΔΕΠΟΤΕ διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀπηγόρευσε τὴν εἰκονογράφησιν τῶν Θεοφανειῶν, ἀλλ᾽ ἀπ᾽ ἐναντίας τὴν καθιέρωσε. Μόνον οἱ Εἰκονομάχοι ἀνὰ τοὺς αἰῶνας καθὼς καὶ οἱ σημερινοὶ ἐπολέμησαν τὴν εἰκονογράφησιν τῶν Θεοφανειῶν.
12) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Εἰς τὰς Θεοφανείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς δὲν ἐνεφανίσθη ὁ Θεὸς Πατήρ, ἀλλὰ ὁ Υἱός. Δηλαδή, πιστεύουν οἱ Νεοεικονομάχοι ὅτι οὔτε εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην οὔτε εἰς τὴν Καινὴν ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Πατήρ, ἰσχυρισμὸς ἀντιφατικός, ἀντιαγιογραφικός, ἀντιπατερικὸς καὶ ἀντίθεος.
Εἶναι ἀντιφατικὸς πρὸς τὴν θεωρίαν των ὅτι ἡ εἰκὼν τῆς Φιλοξενείας τοῦ Ἀβραὰμ εἶναι εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι τότε θὰ πρέπει νὰ ἐνεφανίσθη εἰς τὸν Ἀβραὰμ ὁ Θεὸς Πατήρ. Ἐὰν ὅμως δὲν ἐνεφανίσθη ποτὲ ὁ Θεὸς Πατήρ, ὅπως ἰσχυρίζονται, τότε οὔτε εἰς τὴν Δρῦν τὴν Μαμβρῆ ἐνεφανίσθη, ὁπότε οὔτε ἡ εἰκὼν τῆς Φιλοξενίας εἶναι εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Εἶναι ἀντιαγιογραφικὸς διότι κατὰ τὰς Γραφὰς ἐνεφανίσθη ὁ Πατὴρ καὶ ἀκουστικῶς καὶ ὀπτικῶς. Ἐφάνη ὁ Θεὸς Πατὴρ πολλάκις, ὅπως εἰς τὸν Ἀδάμ, τὸν Ἀβραάμ, Ἰακώβ, Μωυσῆν, Ἡσαΐαν, Ἱερεμίαν, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ, Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, Πρωτομάρτυρα Στέφανον, Ἰωάννην τὸν Θεολόγον, καὶ λοιπούς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, περὶ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς λαλῶν, μᾶς λέγει: «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς Προφήταις, ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Ἐβρ. Α´, 1-2). Ὁ Προφητάναξ Δαυὶδ δὲν ἀφήνει ἀμφιβολίαν ὅτι ὁ Πατὴρ ἐφάνη τοῖς ἀνθρώποις: «Τότε ἐλάλησας ἐν ὁράσει τοῖς υἱοῖς σου καὶ εἶπας· ἐθέμην βοήθειαν ἐπὶ δυνατόν, ὕψωσα ἐκλεκτὸν ἐκ τοῦ λαοῦ μου…. αὐτὸς ἐπικαλέσεταί με· Πατήρ μου εἶ σύ, Θεός μου καὶ ἀντιλήπτωρ τῆς σωτηρίας μου· κἀγὼ πρωτότοκον θήσομαι αὐτόν, ὑψηλὸν παρὰ τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς» (Ψαλμ. ΠΗ´ 20, 27-28). Ὁ δὲ ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ Πνεύματος περιγράφει συγκεκριμένην ἐμφάνισιν τοῦ Θεοῦ Πατρός: «ἐθεώρουν ἕως ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ Παλαιὸς Ἡμερῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα Αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς Αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος Αὐτοῦ φλὸξ πυρός…. ἐθεώρουν ἐν ὁράματι τῆς νυκτὸς καὶ ἰδοὺ μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόμενος ἦν καὶ ἕως τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν ἔφθασε καὶ ἐνώπιον Αὐτοῦ προσηνέχθη» (Δαν. Ζ´ 9, 13).
Εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ὅπου πρωτοστατεῖ ἡ ἐμφάνεια τοῦ Υἱοῦ, ὁ Θεὸς Πατὴρ ἐμφανίζεται συχνὰ διὰ νὰ μαρτυρήσῃ ὑπὲρ τοῦ Υἱοῦ. Ἐμφανίζεται διὰ φωνῆς, ὅπως εἰς τὴν Βάπτισιν καὶ εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν τοῦ Σωτῆρος, ἀλλὰ ἐμφανίζεται καὶ ἐν ὁράσει. Ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης διαβεβαιώνει ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶναι ἐκεῖνος ὅστις τὸν ἀπέστειλε νὰ βαπτίζῃ: «Κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ’ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνος μοι εἶπεν· ἐφ’ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ’ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. Α´ 33). Χαρακτηριστικὸν ἐπίσης εἶναι τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς εἰς τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανον, ὁ ὁποῖος ἀνεκρίνετο εἰς τὸ Συνέδριον: «ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν· ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα» (Πράξ. Ζ´ 55-56).
Εἶναι ἀντιπατερικὸς ὁ ἰσχυρισμὸς τῶν Νεοεικονομάχων ὅτι εἰς τὰς Θεοφανείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς δὲν ἐνεφανίσθη ὁ Θεὸς Πατήρ, διότι ὁ χορὸς τῶν Ἁγίων Πατέρων συμφώνως ὁμολογεῖ καὶ διδάσκει ––Consensus Patrum–– τὴν τοῦ Πατρὸς ἐμφάνειαν. Ἰδοὺ μερικαὶ μαρτυρίαι: «Τοῦτον Δανιήλ, Υἱὸν ἀνθρώπου λέγει εἶναι, ἐρχόμενον πρὸς τὸν ΠΑΤΕΡΑ» (Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92· Ε.Π.Ε. 1, σελ. 268). «Παλαιὸν μὲν οὖν Ἡμερῶν οὐχ ἕτερον λέγει, ἀλλ᾽ ἢ τὸν τῶν ἁπάντων Κύριον καὶ Θεὸν καὶ Δεσπότην, τὸν καὶ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ ΠΑΤΕΡΑ» (Ἅγιος Ἱππόλυτος, Εἰς τὸν Δανιήλ, Λόγος Δ΄ ΧΙ, Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 6, σελ. 80). «Καὶ ἓν Πνεῦμα Ἅγιον…. ἐν ᾧ φανεροῦται Θεὸς ὁ ΠΑΤΗΡ, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ ἐν πᾶσι» (Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, P.G. 46, 912D-913Α). «Καὶ τοῦτον τὸν ΠΑΤΕΡΑ καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα τοῖς αὐτοῦ Ἁγίοις καταξιώσαντα ἐν ὀπτασίαις φανῆναι…. Πὴ μὲν ΠΑΤΕΡΑ θεάσασθαι καθὼς ἠδύναντο…. Καὶ ὡς ὁ Δανιήλ, εἶδεν τὸν Παλαιὸν τῶν Ἡμερῶν· τοῦτο ὀπτασία τοῦ ΠΑΤΡΟΣ» (Ἅγιος Ἐπιφάνιος, P.G. 42, 877B-C). «ΠΑΤΕΡΑ καὶ Υἱὸν οὗτος καὶ πρῶτος καὶ μόνος ὁρᾶ ὡς ἐν ὄψει» (Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ε.Π.Ε. 8, σελ. 642, & P.G. 56, 233). Συμφωνοῦν ἐπ᾽ αὐτῷ καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀθανάσιος (Πρὸς Ἀντίοχον, Β.Ε.Π.Ε.Σ. 35, σελ. 121) καὶ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (Ε.Π.Ε. 9, σελ. 391), ὅτι εἰς τὸ ὅραμα τοῦ Προφήτου Δανιὴλ ὤφθη ὁ Θεὸς Πατήρ. Καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὁμοίως: «Μυεῖται τῆς Μιᾶς Κυριότητος τὸ Τριφαὲς ὁ Δανιήλ, ΧΡΙΣΤΟΝ Κριτὴν θεασάμενος πρὸς τὸν ΠΑΤΕΡΑ ἰόντα, καὶ ΠΝΕΥΜΑ τὸ προφαῖνον τὴν ὅρασιν» (Παρακλητική, Ἦχος Πλ. Α´ Κυριακή, Τριαδικὸς Κανών, Ὠδὴ Δ´).
Ὁ δὲ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, Ἰωσὴφ Βρυέννιος († 1438), καυτηριάζει ὅσους ἀγανακτοῦν μὲ τοὺς ζωγραφίζοντας τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διότι τὰ σχήματα καὶ τὰ χρώματα δὲν εἶναι ἀνάξια τοῦ Θεοῦ οὔτε μειώνουν τὸν Θεόν, ἀλλὰ τοὺς προσέχοντας τὰς εἰκόνας ὠφελοῦν μὲ πολλοὺς τρόπους: «καὶ τοῖς ζωγράφοις νεμεσᾷν, ὅτι μὴ τὸν σαρκωθέντα μόνον ΥΙΟΝ, ἀλλὰ καὶ τὸν ΠΑΤΕΡΑ καὶ τὸ ΠΝΕΥΜΑ διαμορφοῦσι τοῖς χρώμασι… οὐκ ἔστι βλάσφημα ταῦτα, οὐδ᾽ ἀνάξια τοῦ Θεοῦ… οὐχὶ τὸν Ὕψιστον κατάγει πρός τι μικροπρεπές» (Ἰωσὴφ Βρυέννιος, Περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Λόγος Β´, Τὰ Εὑρεθέντα, τόμ. Α´, Λειψία 1768, σελ. 22).
Ἐφάνη ὁ Θεὸς Πατήρ, κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων, τόσον εἰς τὴν Παλαιὰν ὅσον καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην. «Κήρυσσε φανερῶς ἡ Παλαιὰ (Διαθήκη) τὸν ΠΑΤΕΡΑ, τὸν Υἱὸν ἀμυδρότερον, ἐφανέρωσεν ἡ Καινὴ τὸν Υἱόν, ὑπέδειξε τοῦ Πνεύματος τὴν Θεότητα» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Λόγος ΛΑ´, Ε.Π.Ε. 4, σελ. 240). «Ἐν τῇ Παλαιᾷ (Διαθήκῃ) συνεχῶς ὁ ΠΑΤΗΡ Κύριος λέγεται, Κύριος ὁ Θεός μου, Κύριος εἷς ἐστίν» (Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, Λόγος Ε´, Ε.Π.Ε. 35, σελ. 154). Καὶ εἰς τὸ ὅραμα τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου ὁ Θεὸς Πατὴρ ἐφάνη: «κάτωθεν ἐκεῖσε ἀπὸ τῆς γῆς ἑώρα καὶ τὸ μεῖζον, ὡς οὐ τὸν Χριστὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν Αὐτοῦ ΠΑΤΕΡΑ» (Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ε.Π.Ε. 2, σελ. 212-214).
Ἐπειδὴ δὲ ἐφάνη ὁ Θεὸς Πατήρ, διὰ τοῦτο καὶ εἰκονίζομεν Αὐτόν, ὅπως διευκρινίζεται καὶ εἰς τὸ Ἱερὸν Πηδάλιον: «καὶ ὄχι ὅτι δὲν ζωγραφοῦμεν Αὐτὸν (τὸν ΠΑΤΕΡΑ) ὡς ἐφάνη εἰς τὸν Προφήτην» (Προλεγόμενα Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Πηδάλιον, σελ. 320).
Αἱ εἰκόνες εἶναι τὰ γλωττοφόρα βιβλία τῶν Χριστιανῶν, τὰ διαγράφοντα ἐν χρώμασι τὰς ἀριστείας τῶν Ἁγίων καὶ τὰς Ἀληθείας τῆς Πίστεως κατὰ τὴν τέχνην τοῦ ζωγράφου, ὅστις «πάντα ἡμῶν ὡς ἐν βιβλίῳ τινὶ γλωττοφόρῳ διὰ χρωμάτων τεχνουργησάμενος, σαφῶς διηγόρευσε…. οἶδε γὰρ καὶ γραφὴ σιωπῶσα ἐν τοίχῳ λαλεῖν, καὶ τὰ μέγιστα ὠφελεῖν» (Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, P.G. 46, 737D).
Εἶναι καὶ ἀντίθεος ὁ ἰσχυρισμὸς τῶν Νεοεικονομάχων ὅτι εἰς τὰς Θεοφανείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς δὲν ἐνεφανίσθη ὁ Θεὸς Πατήρ, διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς Πατήρ, μὴ ὢν ἄνθρωπος, ἀνθρωπίνῃ φωνῇ χρώμενος πολλάκις ἐλάλησεν: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου…. ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε. Ὤμοσε Κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ» (Ψαλμ. ΡΙ´ 1, 3-4).
13) Οἱ Νεοεικονομάχοι πιστεύουν ὅτι Ζωγραφίζοντες τὸν Κύριον Σαβαώθ, δηλαδὴ τὸν Πατέρα, ἀπεικονίζομεν τὴν Θεϊκὴν Φύσιν. Δηλαδή, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Πατὴρ δὲν ἔχει ἄλλην φύσιν παρὰ μόνον τὴν Θεϊκήν, ἡ ὁποία ὡς προείπομεν εἶναι παντελῶς ἀπρόσιτος, ἀθεώρητος, ἀόρατος, ἀπερίγραπτος, ἀσχημάτιστος, πιστεύουν ὅτι διὰ τοῦτο ἡ ἀπεικόνισις τοῦ Πατρὸς ἀποτελεῖ προσπάθειαν ἀπεικονίσεως τῆς Θεϊκῆς φύσεως, πρᾶγμα ὅλως παράλογον καὶ παρανοϊκόν. Ὡς ἐκ τούτου συμπεραίνουν πὼς δὲν ὑπάρχει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ὁ συλλογισμός των ὅμως εἶναι μάταιος καὶ ψευδής. Βεβαίως καὶ δὲν εἰκονίζεται ἡ Θεϊκὴ φύσις. Ἀλλ᾽ ἐξ ἴσου βεβαίως, μία εἰκὼν τοῦ Θεοῦ Πατρὸς δὲν ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς Θεϊκῆς φύσεώς Του, ἀλλὰ τῆς Αὐτοῦ ὑποστάσεως. Ἐξ ἄλλου, ὡς ἤδη προανεφέρθη, «Παντὸς εἰκονιζομένου, οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ᾽ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται» (Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, Λόγος Ἀντιρρητικός Γ´, P.G. 99, 405Α). Δηλαδή, κατὰ τὸν Ἅγιον τοῦ Θεοῦ, οὐδεμία φύσις εἰκονίζεται, οὔτε Θεία οὔτε ἀνθρωπίνη. Τὸ δὲ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς Πατήρ εἶναι μόνον Θεὸς καὶ οὐχὶ καὶ ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι ὁ Μονογενής Του Υἱός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, δὲν ἐστάθη ἐμπόδιον εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν Του νὰ ἐμφανίσῃ ἑαυτὸν τοῖς ἀνθρώποις ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΚΩΣ, ΑΝΘΡΩΠΟΕΙΔΩΣ, ΑΝΘΡΩΠΟΠΑΘΩΣ και ΑΝΘΡΩΠΟΠΡΕΠΩΣ, μὲ ἀνθρωπίνην φωνὴν διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ἀκοήν, καὶ μὲ ἀνθρώπινον εἶδος διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ὅρασιν. Ἡ δὲ ἀπεικόνισις τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ταῦτα τὰ ἀνθρωποειδῆ σχήματα τῆς συγκαταβάσεως τοῦ Πατρός, ὡς ὤφθη τοῖς Προφήταις, ἀποτυπώνει. Καὶ διὰ τοῦτο, ἡ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ Πατρὸς εἶναι ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ. Δὲν ἔχει τίποτε κοινὸν μὲ τὴν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ Πατρός: «Ἄλλο γάρ ἐστιν εἰκών, καὶ ἄλλο τὸ πρωτότυπον. Καὶ τὰ ἰδιώματα τοῦ πρωτοτύπου οὐδαμῶς τις τῶν εὖ φρονούντων ἐν τῇ εἰκόνι ἐπιζητεῖ» (Πρακτικὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμ. Γ´ σελ. 340/840).
Δεχόμεθα τὴν ἀπεικόνισιν τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀλλ᾽ ἐπ᾽ οὐδενὶ λόγῳ ὡς εἰκόνα τῆς Θεϊκῆς φύσεως: «Οἱ δὲ ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὡς τέκνα γνήσια γεννηθέντες… τὰς σεπτὰς Εἰκόνας ἀποδεχόμεθα, εἰκόνας μόνον καὶ οὐδὲν ἕτερον αὐτὰς γινώσκοντες, καθὸ τοῦ πρωτοτύπου τὸ ὄνομα μόνον ἐχούσας, καὶ οὐχὶ τὴν οὐσίαν» (Πρακτικά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμ. Γ´, σελ. 342/842). Ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἁγίων μᾶς διδάσκει ὅτι μόνον τὸ ὄνομα τοῦ εἰκονιζομένου (εἴτε Θεοῦ εἴτε Ἁγίου εἴτε Ἀγγέλου) ἔχει κοινὸν ἡ εἰκὼν μετὰ τοῦ πρωτοτύπου, οὐχὶ δὲ καὶ τὰ ἰδιώματα τῆς φύσεως.
Ἡ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ἀπεικονίζει ὁράματα καὶ ὀπτασίας, ὡς ὁ ἴδιος ὁ Πατὴρ ἐν χερσὶ Προφητῶν ὡμοιώθη κατὰ τὴν ἰδίαν Αὐτοῦ μαρτυρίαν (Ὡσηὲ ΙΒ´, 10-11). Πνεῦμα ὢν ὁ Θεός, Πανταχοῦ Παρών, Ἄκτιστος, Ἄϋλος, Ἀόρατος, Ἀπερίγραπτος καὶ Ἀσχημάτιστος, ἔλαβε σχήματα ἀπὸ τὴν κτίσιν διὰ νὰ φανερωθῇ εἰς τὰ λογικὰ κτίσματα ἐν ὀπτασίᾳ καὶ ὁράσει. Καὶ τοῦτο Συμβολικὴ ἐμφάνισις εἶναι καὶ λέγεται. Δὲν εἶναι μόνον ἡ εἰκὼν συμβολική, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ εἶναι συμβολικόν. Ὅλα δὲ τὰ ὁράματα τῶν Προφητῶν εἰκονίζονται, κατὰ τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἁγίας Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ ὁράματα εἶναι ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ, κατὰ συγκατάβασιν Αὐτοῦ, καὶ γίνονται κατ᾽ ἐνέργειαν Ἄκτιστον, προσιτὴν τοῖς ἀνθρώποις.
Τὸ δὲ γεγονὸς ὅτι ἡ Θεία Ἐνέργεια διὰ τῆς ὁποίας συντελοῦνται τὰ ὁράματα εἶναι κοινὴ καὶ πηγάζει ἐκ Πατρὸς δι᾽ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι (καθότι, κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρας, τὰ πάντα εἰς τὸν ὁρατὸν καὶ ἀόρατον κόσμον συντελοῦνται ἐκ Πατρὸς δι᾽ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι), δὲν σημαίνει ὅτι κάθε Θεοφάνεια εἶναι ἐμφάνεια τῆς Ἀδιαιρέτου καὶ ΤΑΥΤΟΥΡΓΟΥΣΗΣ Ἁγίας Τριάδος. Βούλεται ὁ Θεὸς ἄλλοτε νὰ ἐμφανίσῃ τὸ Ἓν Πρόσωπον, ἄλλοτε τὸ Ἄλλο, ἄλλοτε καὶ τὰ Τρία, θέλων νὰ μᾶς διδάξῃ τὸ ΔΟΓΜΑ τῆς Τρισυποστάτου Θεότητος. Τὸ γεγονὸς ὅτι διὰ τῆς Ταυτουργίας τῆς Ἁγίας Τριάδος συντελεῖται ἓν ὅραμα, δὲν σημαίνει ὅτι καὶ τὸ περιεχόμενον τοῦ ὁράματος εἶναι πάντοτε ὑποχρεωτικῶς ἡ ἐμφάνισις τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἓν ὅμως εἶναι βέβαιον, ὅτι εἰς τὰ ὁράματα δὲν ἔχομε ποτὲ ἐμφάνισιν τῆς οὐσίας ἢ φύσεως τοῦ Θεοῦ, καθότι αὐτὴ εἶναι Ἀπρόσιτος καὶ Ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
Ἡ Θεοφάνεια δὲν ἀποτελεῖ ἐμφάνισιν τῆς Θεϊκῆς Φύσεως ἢ Οὐσίας, ἀλλὰ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΝ ἐμφάνισιν ἄλλοτε τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἄλλοτε τοῦ Υἱοῦ, ἄλλοτε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄλλοτε καὶ τῶν Τριῶν Ὑποστάσεων, καὶ τοῦτο συντελεῖται διὰ τῶν Ἀκτίστων Θείων Ἐνεργειῶν τῆς Ταυτουργούσης Ἁγίας Τριάδος, ὄντων τῶν Ἐνεργειῶν προσιτῶν καὶ μεθεκτῶν τοῖς Ἁγίοις. Ταυτουργεῖ ἡ Ἁγία Τριάς, καὶ ἀποκαλύπτεται ἡ Ἁγία Τριάς, καὶ ἡ Θεοφάνεια εἶναι Συμβολική. Λαμβάνει, δηλαδή, ἐκ τῆς κτίσεως σχήματα ὁ Ἄκτιστος Κτίστης ἵνα γίνῃ ἀντιληπτὸς τοῖς κτίσμασιν. Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἐνεφανίζετο συμβολικῶς μὲ σχήματα ἀνθρωπομορφικὰ καὶ δὲν ὡμιλοῦσε μὲ ἀνθρωπίνην φωνήν, θὰ ἦτο παντελῶς ἄγνωστος εἰς τοὺς ἀνθρώπους: «Μὴ θέλων οὖν ὁ Θεὸς παντελῶς ἀγνοεῖν ἡμᾶς τὰ ἀσώματα, περιέθηκεν αὐτοῖς τύπους, καὶ σχήματα, καὶ εἰκόνας κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς φύσεως ἡμῶν, σχήματα σωματικὰ ἐν ἀΰλῳ ὁράσει νοὸς ὁρώμενα· καὶ ταῦτα σχηματίζομεν καὶ εἰκονίζομεν…. Ἀλλὰ καὶ Θεοῦ σχήματα καὶ εἰκόνας ἡ Γραφὴ ἔχει» (Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, P.G. 94, 1345Α).
Πέραν τῶν ἀνωτέρω αἱρέσεων, οἱ σύγχρονοι Εἰκονομάχοι ἔχουν διατυπώσει καὶ πολλὰς ἄλλας παρεμφερεῖς αἱρετικὰς θεωρίας καὶ ἐξωφρενικοὺς ἰσχυρισμούς, τὰ ὁποῖα ὡς ὤφειλεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ΚΑΤΕΔΙΚΑΣΕ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΕΝ.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, καὶ πρὸ τοῦ Σχίσματος τοῦ 1995 καὶ μετά, ἐξέδωκεν Ἐγκυκλίους καὶ Ἀποφάσεις περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Προσκυνήσεως τῶν ἐν λόγῳ Ἱερῶν Εἰκόνων καὶ περὶ τῆς τέχνης τῆς Εἰκονογραφίας. Ἐδέχθη καὶ τὴν Κλασσικὴν καὶ τὴν Βυζαντινήν, καὶ κάθε τεχνοτροπίαν ἐκτὸς τῆς τῶν Παπικῶν, καθὼς ἡ Ἁγία τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία εἰς ὅλα τὰ Ὀρθόδοξα ἔθνη ἀνὰ τοὺς αἰῶνας ἐδέχθη αὐτὰς ὡς Ὀρθοδόξως ὑπηρετούσας τὸν σκοπὸν τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων. Κατεδίκασε δὲ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος διὰ Ἀναθέματος καὶ τὴν Αἵρεσιν τῆς Νεοεικονομαχίας, καὶ τὰ Αἱρετικὰ συγγράμματα τῶν Νεοεικονομάχων, καὶ τοὺς Νεοεικονομάχους, τοὺς ὁποίους καὶ Καθῄρεσε μετὰ τὸ Σχίσμα. Τὰ δὲ Αἱρετικὰ αὐτῶν συγγράμματα παρέδωκεν δημοσίως καὶ ἐπισήμως εἰς τὸ πῦρ καὶ τὸ Αἰώνιον Ἀνάθεμα εἰς ὅλας τὰς Μητροπόλεις καὶ Ἐνορίας τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὴν Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν 3-3-1997. Οὗτοι πλέον τὴν Θείαν Χάριν ἀπεξεδύθησαν καὶ κατάραν ὡς ἱμάτιον ἐνεδύθησαν, τὴν μερίδαν τοῦ Κάϊν ἐξελέξαντες. Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ κοινωνοῦντες αὐτοῖς τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρίσκονται.
Σημειωτέον ὅτι οἱ σύγχρονοι Εἰκονομάχοι προεκάλεσαν τὸ Σχίσμα τοῦ 1995 σταδιακῶς, προχωρήσαντες εἰς ἐξωσυνοδικὰς χειροτονίας ἐπισκόπων, ἀφοῦ πρῶτον εἶχον ἄρει τὰς ὑπογραφάς των ἀπὸ τὴν Δευτέραν Ἱστορικὴν Ποιμαντορικὴν Ἐγκύκλιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, μὲ Α.Π. 2660/26.2.1993, ἡ ὁποία Κατεδίκαζε καὶ Ἀναθεμάτιζε τὰς Αἱρέσεις καὶ τὰ συγράμματα τῶν Νεοεικονομάχων. Ἡ ἄρσις αὐτὴ τῶν ὑπογραφῶν σημαίνει α) ὅτι δέχονται ὡς Ὀρθόδοξα ὅσα ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὁμοφώνως εἶχε καταδικάσει ὡς Αἱρετικά, β) ὅτι ἀπορρίπτουν ἐπίσης καὶ τὴν Πρώτην Ἱστορικὴν Ποιμαντορικὴν Ἐγκύκλιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας μὲ Α.Π. 2566/23.1.1992, ὡς στενῶς συνδεδεμένην μετ᾽ αὐτῆς καὶ περιέχουσαν ὁμοίας Ἀποφάσεις περὶ τῶν Εἰκόνων, καὶ γ) ὅτι δὲν πιστεύουν πὼς συνεδριάζοντες ἐν Συνόδῳ συνεδριάζουν καὶ συναποφασίζουν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Διὰ τῆς ἄρσεως τῶν ὑπογραφῶν των ἀπὸ τὰς Ἐγκυκλίους, ἀποδέχονται πλέον ὅλα τὰ κατὰ τῶν Ἁγίων Εἰκόνων Αἱρετικὰ συγγράμματα, διὰ τῶν ὁποίων, ἐὰν ἐπικρατοῦσαν, θὰ ἀπερρίπτετο τὸ 90% τῶν εἰκόνων παντοῦ, καὶ τὰ ὁποῖα ὁμοφώνως κατεδίκασεν ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Καθίστανται οὕτω ἐπισήμως καὶ αὐτοδικαίως Αἱρετικοὶ καὶ ἀποκεκομμένοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐξ ἄλλου ὑπάρχει τὸ ἀπὸ 1993 βιβλίον «Προσκυνοῦμε Πατέρα Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα» τοῦ τότε Πειραιῶς Νικολάου τὸ ὁποῖον προλογίζεται ὑπὸ τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου καὶ τοῦ Γραμματέως τῆς Συνόδου Κηρύκου Κοντογιάννη. Συμφώνως πρὸς αὐτό, καταδικάζονται τὰ φρονήματα περὶ τῆς μὴ προσκυνήσεως συγκεκριμένων Ἱερῶν Εἰκόνων, φρονήματα Εἰκονομαχικὰ τὰ ὁποῖα προεκάλεσαν πολυετῆ σάλον.
Αἱ σημαντικότεραι ἐπίσημοι Συνοδικαὶ Ἀποφάσεις καὶ Ποιμαντορικαὶ Ἐγκύκλιοι αἱ ὁποῖαι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἐξεδόθησαν κατὰ τῆς Νεοεικονομαχικῆς Αἱρέσεως καὶ κατὰ τῶν Νεοεικονομάχων εἶναι μεταξὺ ἄλλων καὶ αἱ κάτωθι:
- Καθαίρεσις Ἐπισκόπου ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, Α.Π. 1353/28.10.1977.
- Πρακτικὸν Ἱερᾶς Συνόδου Ἱεραρχίας, Α.Π. 91/24.11. 1983.
- Πρακτικὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, 19.9.1991.
- Πρακτικὸν Συνεδριάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, Α.Π. 2546/ 24.10.1991.
- Ἀπόφασις Γενικῆς Πανελλαδικῆς Συνελεύσεως Ἱεροῦ Κλήρου μετὰ τῆς Ἱεραρχίας, 30.10.1991.
- Πρώτη Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, Α.Π. 2566/23.1.1992.
- Πρακτικὸν Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, 19.8.1992.
- Ἀφορισμὸς κατὰ Ἀνωνύμων Νεοεικονομάχων ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, 22.10.92.
- Πρόσκλησις τῆς Ἱεραρχίας εἰς Σύνοδον διὰ τὴν Καταδίκην τῶν Εἰκονομαχικῶν καὶ Ἀντορθοδόξων Φρονημάτων, Α.Π. 2657/7.2.1993.
- Ἀπόφασις-Πρᾶξις Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, Α.Π. 2659/26.2.1993.
- Δευτέρα Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, Α.Π. 2660/26.2.1993.
- Διευκρίνισις-Ἀπόφασις Ἱερᾶς Συνόδου, 22.10.1993.
- Διευκρίνισις Ἓξ Ἀρχιερέων τῆς Ἱεραρχίας, 13.7.1994.
- Συνοδικὴ Ἀπόφασις Καθαιρέσεως καὶ Ἀναθεματισμοῦ τῶν Νεοεικονομάχων Ἀρχιερέων καὶ τῶν ὑπ᾽ αὐτῶν παρανόμως χειροτονηθέντων, Α.Π. 10/25.6.1995.
- Τρίτη Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, Α.Π. 35/19.2.1997.
Καταδεικνύεται ἱκανῶς διὰ ὅλων τῶν ἀνωτέρω ὅτι οἱ σύγχρονοι Εἰκονομάχοι εἶναι Αἱρετικοὶ καὶ εἶναι καταδικασμένοι καὶ ἀποκεκομμένοι τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου, πᾶσα πνευματικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ μετ᾽ αὐτῶν ἐπικοινωνία καὶ συμπροσευχὴ ἀποτελεῖ ἀπώλειαν τῆς Ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ εἶναι ἀπηγορευμένη.
Δεινότεραι βεβαίως Αἱρέσεις ἠκολούθησαν τὴν νεο εικονομαχίαν, διότι ἐνῶ οἱ νεοεικονομάχοι ἐξέβαλον τὴν Ἁγίαν Τριάδα ἀπὸ τὰς Ἱερὰς Εἰκόνας, οἱ μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς Τριαδομάχοι καὶ Ἐκκλησιο μάχοι ἐξέβαλον τὴν Ἁγίαν Τριάδα ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν.