ΑΡΧΙΚΗ / ΙΕΡΟΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΑΡΙΟΝ / ΠΕΡΙ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΙΕΡΟΝ ΠΡΟΣΕΧΗΤΑΡΙΟΝ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἔκδοσις Β´ – Θεσσαλονίκη 2014
ΠΕΡΙ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΠΕΡΙ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
Ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων
Ἀπαγορεύει τὴν Συμπροσευχὴν καὶ Πᾶσαν
Ἐκκλησιαστικὴν καὶ Πνευματικὴν Ἐπικοινωνίαν
μετὰ Σχισματικῶν καὶ Αἱρετικῶν.
4. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΡΟΥ / ΕΞΑΨΑΛΜΟΣ
7. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΥ / ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
8. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
9. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ
10. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ
11. ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ ΤΡΟΠΑΡΙΑ ΤΩΝ ΟΚΤΩ ΗΧΩΝ
12. ΤΡΟΠΑΡΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ / ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ ΚΑΤΑ ΤΑΞΙΝ ΑΓΙΩΝ
20. ΠΕΡΙ ΣΧΙΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
21. ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
22. ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΦΛΩΡΙΝΟΣΕΡΑΦΕΙΜΙΚΩΝ
25. ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ
26. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ, ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΑΓΙΑΣΜΟΝ, ΤΟ ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ & ΤΟΝ ΜΙΚΡΟΝ ΑΓΙΑΣΜΟΝ
29. ΜΗΝΟΛΟΓΙΟΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ
Ὅπως προανεφέρθη εἰς τὴν Εἰσαγωγήν, ἡ μὲν ψυχικὴ ἀνάγκη διὰ προσευχὴν εἶναι ἐκ Θεοῦ ἔμφυτος εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἡ δὲ ἐπίτευξις τοῦ σκοποῦ τῆς προσευχῆς, ἡ Σωτηρία, εἶναι ἀδύνατος ἔξω ἀπὸ τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ ΘΕΟΥ. Διὰ τοῦτο, ἀναπόσπαστον συμπλήρωμα τοῦ Προσευχηταρίου ἑνὸς Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ εἶναι καὶ ἡ ἐπισήμανσις τῶν «συνόρων» τῆς Ἐκκλησίας. Πέραν τούτων εὑρίσκονται τὰ Σχίσματα καὶ αἱ Αἱρέσεις, ὅπου δὲν ἐνεργεῖ ἡ Θεία Χάρις, δὲν ὑπάρχουν ἔγκυρα Μυστήρια, καὶ αἱ προσευχαὶ δὲν εἶναι ἀποδεκταὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς ἁγιαστικὰ μέσα.
Προσεύχονται καὶ οἱ Ἀλλόθρησκοι: Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι, Ἰνδουϊσταί, καὶ λοιποί. Προσεύχονται καὶ οἱ Αἱρετικοί: Παπικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσῖται, Νεστοριανοί καὶ λοιποί. Προσεύχονται καὶ οἱ Εἰδωλολάτραι, καὶ οἱ Σατανολάτραι, καὶ οἱ Ἑβραιομασόνοι, καὶ λοιποί. Καὶ αὐτοὶ «μυστήρια» τελοῦν καὶ θυσίας, καὶ μαρτύρια πολλάκις ὑπομένουν, ἀλλὰ αὐτὰ δὲν εἶναι δεκτὰ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς ἁγιαστικὰ μέσα. Δὲν προσεύχονται εἰς τὸν Ἀληθινὸν καὶ Ζῶντα Θεόν, οὔτε προσεύχονται ὀρθοδόξως, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀπαγγέλουν ὀρθοδόξους προσευχάς, καὶ τοῦτο διότι δὲν ἀνήκουν εἰς τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα εἶναι ἡ περίπτωσις τῶν Οὐνιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι Αἱρετικοὶ Παπικοὶ καὶ τελοῦν Λειτουργίας καὶ λοιπὰ Μυστήρια κατὰ τὸ Ὀρθόδοξον Τυπικόν, καὶ ἡ περίπτωσις Νεοημερολογιτῶν κληρικῶν οἱ ὁποῖοι ἑορτάζουν τὴν ἰδίαν ἑορτὴν καὶ μὲ τὸ Νέον καὶ μὲ τὸ Παλαιόν. Ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει ἀκόμη καὶ τὸ μαρτύριον τοῦ Αἱρετικοῦ καὶ Σχισματικοῦ καὶ ἀσεβοῦς, πόσο μᾶλλον τὰς προσευχὰς καὶ δεήσεις αὐτοῦ: «Ἡ προσευχὴ αὐτοῦ γενέσθω εἰς ἁμαρτίαν» (Ψαλμ. ΡΗ´ 7), λέγει ὁ Προφήτης Δαυίδ.
Αὐτοθυσίαι καὶ Μαρτύρια, ὡς εἶναι γνωστόν, γίνονται ἀπὸ οἱονδήποτε ἄνθρωπον, δι᾽ οἱονδήποτε λόγον–θρησκευτικόν, ἐθνικόν, ἰδεολογικόν, πολιτικόν, οἰκογενειακόν, προσωπικὸν ἢ ἄλλον– καὶ εἰς οἱανδήποτε θρησκείαν ἢ αἵρεσιν καὶ ἐὰν ἀνήκῃ, διότι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τεραστίας δυνάμεις καὶ δύναται νὰ ὁδηγήσῃ τὸ σῶμα εἰς τὸν θάνατον καὶ εἰς τὸ μαρτύριον. Τοιαῦτα περιστατικὰ ἡ Ἱστορία ἔχει καταγράψει ἀμέτρητα. Ἕνας Ἀλλόθρησκος ἢ Αἱρετικὸς δὲν καθίσταται Ὀρθόδοξος οὔτε Ἅγιος ὅταν ὑπομένῃ μαρτύριον καὶ θάνατον διὰ τὴν πίστιν του. Ὅποιος δὲν εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μαρτυρήσῃ ἐμμένων εἰς τὴν Αἵρεσίν του, δὲν ἀναγνωρίζεται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας ὡς Ἅγιος. Δὲν τοῦ ἀπαλείφεται ἡ Αἵρεσις λόγῳ τοῦ μαρτυρίου του διὰ νὰ τοῦ ἀναγνωρισθῇ ἁγιότης. Τότε θὰ ὑπῆρχον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ Ἀλλόθρησκοι Ἅγιοι, καὶ Αἱρετικοὶ Ἅγιοι, καὶ Σχισματικοὶ Ἅγιοι, ὅπερ βλάσφημον. Ὁ μὴ ὢν ἐν ζωῇ Ὀρθόδοξος δὲν καθίσταται διὰ τοῦ μαρτυρίου Ὀρθόδοξος. Τὸ μαρτύριον δὲν καθιστᾶ τὴν Αἵρεσιν Ὀρθοδοξίαν οὔτε εἶναι κριτήριον ἢ ἀπόδειξις Ὀρθοδοξίας. Δὲν προσδίδει ἁγιότητα τὸ μαρτύριον αὐτὸ καθ᾽ ἑαυτό, ἀλλ᾽ ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις ἐν τῇ ὁποίᾳ ἢ χάριν τῆς ὁποίας, ὑπομένεται τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτύριον. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἀναγνωρίσει ὡς Ἁγίους Μάρτυρας οἱ ὁποῖοι πρότερον μὲν δὲν ἦσαν Χριστιανοί, ἀλλὰ τὴν στιγμὴν τοῦ Μαρτυρίου ὡμολόγησαν πίστιν εἰς τὸν Ἀληθινὸν Θεόν, εἰς τὸν Χριστόν, π.χ. «Πιστεύω εἰς τὸν Θεὸν τοῦ Δημητρίου». Καὶ ναὶ μὲν αὐτοὶ δὲν εἶχον βαπτισθῆ, ἀλλὰ τὸ αἷμα αὐτῶν ἐλογίσθη εἰς Βάπτισμα, ὅπως καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ Ληστοῦ εἰς τὸν Σταυρόν.
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον καθιστᾶ τὸν Μάρτυρα Ἅγιον εἶναι τὸ διὰ τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν μαρτύριον. Ἀπαραίτητον προϋπόθεσιν διὰ νὰ ἀναγνωρίσῃ ἡ Ἐκκλησία ὡς Ἅγιον ἕνα μάρτυρα ἀποτελεῖ ὁ ὅρος νὰ εἶναι μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἢ νὰ μαρτυρήσῃ διὰ τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν, ὄχι νὰ μαρτυρήσῃ ὑπέρ τῆς Αἱρέσεώς του ἢ εὑρισκόμενος ἐν τῇ Αἱρέσει του. Δὲν ἀρκεῖ δηλαδὴ νὰ λέγεται «Χριστιανός», ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ἢ νὰ μαρτυρήσῃ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως.
Πρέπει νὰ γνωρίζουν ὅλοι ὅτι οἱ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ προσευχόμενοι δὲν λαμβάνουν ἁγιαστικὴν χάριν: «Θυσίαι ἀσεβῶν βδέλυγμα Κυρίῳ» (Παροιμ. ΙΕ´ 8). Δὲν ἀποδέχεται τὰς προσφορὰς τῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεός, οὐδὲ ἁγιάζει αὐτούς: «Τί μοι πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμῶν; λέγει Κύριος… πατεῖν τὴν αὐλήν μου οὐ προσθήσεσθαι· ἐὰν φέρητε σεμίδαλιν, μάταιον· θυμίαμα, βδέλυγμά μοί ἐστι· τὰς νουμηνίας ὑμῶν καὶ τὰ σάββατα καὶ ἡμέραν μεγάλην οὐκ ἀνέχομαι· νηστείαν καὶ ἀργίαν καὶ τὰς νουμηνίας ὑμῶν καὶ τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου» (Ἡσ. Α´ 11-14).
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀπηγόρευσαν πᾶσαν συμπροσευχὴν μετὰ Σχισματικῶν καὶ Αἱρετικῶν, πολλῷ δὲ μᾶλλον μετὰ Ἑβραίων καὶ λοιπῶν ἀλλοθρήσκων: Ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητός ἐσται (Ι´ & ΜΕ´ Ἀποστολικοὶ Κανόνες, Β´ Κανὼν τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου). «Ὅτι οὐ δεῖ Αἱρετικοῖς ἢ Σχισματικοῖς συνεύχεσθαι» (Λαοδικείας ΛΓ´ Κανών). «Ὅτι οὐ δεῖ Αἱρετικῶν εὐλογίας λαμβάνειν, αἵτινές εἰσιν ἀλογίαι μᾶλλον, ἢ εὐλογίαι» (Λαοδικείας ΛΒ´ Κανών). «Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος ἢ Διάκονος Αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, Ἀφοριζέσθω, ἢ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω» (Ἀποστολικὸς Κανών ΜΕ´). Δὲν συμπροσευχόμεθα μετ᾽ αὐτῶν οὔτε ἐν τῷ Ναῷ, οὔτε κατ᾽ οἶκον, οὔτε ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Δὲν ἀνταλλάσσομε δῶρα εἰς τὰς ἑορτὰς αὐτῶν, οὔτε εἰς τοὺς τάφους τῶν Αἱρετικῶν Μαρτύρων προσκυνοῦμεν, εἰ δ᾽ ἄλλως συμμετέχομεν εἰς τὴν Αἵρεσιν αὐτῶν καὶ εἰς τὴν ἀρὰν τοῦ Θεοῦ: «Ὅτι οὐ δεῖ πάντα Χριστιανὸν ἐγκαταλείπειν Μάρτυρας Χριστοῦ, καὶ ἀπιέναι πρὸς τοὺς ψευδομάρτυρας τοῦτ᾽ ἔστιν Αἱρετικῶν… Ἔστωσαν οὖν Ἀνάθεμα οἱ ἀπερχόμενοι πρὸς αὐτούς» (Λαοδικείας ΛΔ´ Κανών). «Περὶ τοῦ μὴ συγχωρεῖν εἰς τὰ κοιμητήρια τῶν Αἱρετικῶν ἀπιέναι ἢ εἰς τὰ λεγόμενα Μαρτύρια πάντων τῶν Αἱρετικῶν ἀπιέναι…. τοὺς τοιούτους Ἀκοινωνήτους γίνεσθαι» (Λαοδικείας Θ´ Κανών).
Διὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς εἶναι ἀνάγκη νὰ καταδειχθοῦν τὰ Σχίσματα καὶ αἱ Αἱρέσεις τοῦ 20οῦ καὶ 21ου αἰῶνος, μέσῳ τοῦ ἱστορικοῦ τῆς γενέσεώς των καὶ τῆς καταδίκης των ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ γνωρίζουν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ὅτι οὔτε μετ᾽ αὐτῶν ἐπιτρέπεται ἡ Συμπροσευχὴ ἢ ἡ Πνευματικὴ καὶ Ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία, ὅπως δὲν ἐπιτρέπεται καὶ ἡ μετὰ τῶν Αἱρετικῶν καὶ Σχισματικῶν τῶν προηγουμένων αἰώνων.
Τέσσαρα θηρία ἀνέβησαν ἀπὸ τὴν ἄβυσσον κατὰ τὰ τελευταῖα 100 ἔτη καὶ ἠγέρθησαν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ διὰ νὰ θύσουν καὶ ἀπωλέσουν, διὰ νὰ ἀποκόψουν ἀπὸ τὸ Σῶμά της πολυτίμους ψυχὰς διὰ νέων Σχισμάτων καὶ νέων Αἱρέσεων (ἢ μᾶλλον πέντε ἐὰν λάβωμεν ὑπ᾽ ὅψιν μας καὶ τὴν Παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐγέννησε τὸν Νεοημερολογιτισμόν).
1) Ἡ Σχισματοαίρεσις τοῦ Νέου, Παπικοῦ, Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου, τοῦ ἐπιβληθέντος τὸ 1924 ὑπὸ τῆς Ἑβραιοσιωνιστικῆς Μασονίας καὶ τοῦ Ἀθέου Οἰκουμενισμοῦ.
2) Τὸ Σχίσμα τῶν Φλωρινοσεραφειμικῶν, τοὺς ὁποίους ἐκτρωματικῶς ἀπεκύησεν ὁ Νεοημερολογιτισμὸς τὸ 1937 καὶ ἀνέθρεψε μὲ ἀθέσμους καὶ παρανόμους χειροτονίας τὸ 1960 καὶ 1962, ὄντων αὐτῶν φύσει καὶ ἔργῳ Οὐνιτῶν τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ.
3) Ἡ Ἀντίχριστος Αἵρεσις τῆς Νεοεικονομαχίας τὸ 1995.
4) Ἡ Θεομάχος Αἵρεσις τῶν Ἀντιχρίστων Ἐκκλησιομάχων, Χριστομάχων καὶ Τριαδομάχων τὸ 2002.
Τὸ ἱστορικὸν καὶ ἡ καταδίκη τῶν συγχρόνων αὐτῶν Σχισμάτων καὶ Αἱρέσεων ἀναπτύσσονται εἰς τὰ ἑπόμενα 4 κεφάλαια.